Γράφει: ο Κώστας Φουρίκος/ Πηγή: Το Περιοδικό
«Θα σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα», επανέλαβε -και πάλι- ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στην πλατεία Κλαυθμώνoς στο κεντρικό εκλογικό περίπτερο του ΣΥΡΙΖΑ, το βράδυ της Κυριακής στις 20 Σεπτεμβρίου.
Η ικανοποίηση διαγράφονταν καθαρά στο πρόσωπο του πρωθυπουργού. Αλλά και στο πρόσωπο του συνοδοιπόρου του, Πάνου Καμμένου, που στεκόταν επίσης χαρούμενος, δίπλα του, σε μία εμφανώς λιγότερο μαζική και ενθουσιώδη συγκέντρωση από αυτήν της 25ης Γενάρη. Τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε για πρώτη φορά τις εκλογές υποσχόμενος να καταργήσει τα μνημόνια και ο Αλέξης Τσίπρας υπoσχόταν και τότε λιακάδες και ήλιους μιλώντας λίγα μέτρα πιο πάνω, μπροστά από την Πρυτανεία του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το γεγονός ότι λίγες ώρες μετά τη δήλωση Τσίπρα, ο ήλιος κρύφτηκε και ανοίξανε οι ουρανοί με την Αθήνα και άλλες πόλεις να «απολαμβάνουν» σούπερ μπόρες, πλημύρες ακόμη ..και ανεμοστρόβιλους, μπορεί να σημαίνει ελάχιστα για αυτούς που δεν πιστεύουν σε δεισιδαιμονίες. Μπορεί πάλι -έστω και με αρκετές δόσεις σκωπτικής διάθεσης- να σημαίνει το οριστικό (και σημειολογικά) τέλος του «σύντομου καλοκαιριού του Όχι». Του καλοκαιριού του δημοψηφίσματος της 5ης Ιούλη, αυτής της ημισυνειδητής – ημιαποφασισμένης ανάτασης της μαχητικότητας και της αγωνιστικότητας της κοινωνικής πλειοψηφίας που ασφυκτιά σε αυτή τη χώρα.
Τσίπρας: Σαφής επικράτηση μεν, σε εκλογές «χαμηλών προσδοκιών» δε
Όντως, λοιπόν, το πρώτο στοιχείο που επιβεβαιώθηκε από αυτή την κάλπη της 20ης Σεπτεμβρίου ήταν αυτό που μπορούσε κανείς να εκτιμήσει και αρκετές μέρες πριν. Από όταν προκηρύχτηκαν αυτές οι εκλογές για την ακρίβεια. Και αυτό δεν είναι άλλο από το γεγονός πως χτες έλαβε χώρα η πρώτη εκλογική μάχη, μετά τη θύελλα των κοινωνικών αγώνων του 2010 – 2012-, που δεν χαρακτηριζόταν από την παραμικρή αχτίδα ελπίδας ως προς το αποτέλεσμά της και την πιθανότητα αυτό να μπορεί να σηματοδοτήσει κάποια αλλαγή στη μνημονιακή ρότα της χώρας.
Αυτό το στοιχείο επιβεβαιώθηκε τόσο από το αποτέλεσμα όσο και από όσα προηγήθηκαν αυτού, στην προεκλογική περίοδο που διανύσαμε τις προηγούμενες ημέρες. Ποιος ήταν ο βασικός συλλογισμός με τον οποίο κατήλθε ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές τις εκλογές; Ότι δεν είναι το ίδιο να κυβερνήσει αυτός και το ίδιο να κυβερνήσει η ΝΔ. «Μα καλά πιστεύετε ότι θα έκανα τα ίδια εγώ και τα ίδια ο κ. Μητσοτάκης», ανέφερε γελώντας ο κ. Κατρούγκαλος, αναφερόμενος προφανώς στη θητεία του στο υπουργείο Εσωτερικών. «Είναι το ίδιο για το ζήτημα της διαχείρισης των προσφύγων να είναι η Χριστοδουλοπούλου υπουργός και το ίδιο να είναι ο Δένδιας;» ρωτούσαν με νόημα πολλά μεσαία στελέχη και μέλη του ΣΥΡΙΖΑ κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. «Εγώ δεν πιστεύω στο μνημόνιο εκείνος πιστεύει», ήταν μια αρκετή συνηθισμένη επωδός του Τσίπρα όταν αναφερόταν στον Μεϊμαράκη.
Όσο αφαιρετικός και ομιχλώδης μπορεί να φαντάζει ένας τέτοιος συλλογισμός (και πολύ περισσότερο μη πραγματικός, αν αναλογιστεί κανείς όλα όσα υπογράφτηκαν στη συμφωνία με τους εταίρους), άλλο τόσο φαίνεται όμως πως έπεισε ένα σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων. Και μάλιστα …χωρίς τις υποσχέσεις του προηγούμενου Γενάρη. Χωρίς κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, χωρίς μείωση της φορολογίας που πλήττει τα χαμηλά στρώματα, χωρίς προστασία των απόρων, χωρίς προστασία και επαναφορά των μισθών, των συντάξεων και των στοιχειωδών εργασιακών δικαιωμάτων (βλ. συμβάσεις), χωρίς σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων αλλά αντίθετα απίστευτη όξυνσή τους. Και κάπως έτσι μπορούμε με σχετική σιγουριά να πούμε πως αυτές ήταν οι εκλογές των «χαμηλών προσδοκιών».
Η αποχή και το ρήγμα που δεν κλείνει εύκολα…
Και τι έγινε με την ελπίδα ενός άλλου δρόμου, χωρίς μνημόνια και εξοντωτική λιτότητα; Αυτής της ελπίδας που έδωσε τη νίκη στο ΣΥΡΙΖΑ στις προηγούμενες εκλογές του Γενάρη; Αυτής της ελπίδας που έδωσε σάρκα και οστά στο «Όχι» του 62% τον περασμένο Ιούλη; Εξανεμίστηκε; Μεταλλάχθηκε; Συρρικνώθηκε στο 2,9 της νεότευκτης ΛΑΕ, στο 5,5 του ΚΚΕ, στο 0,8 της ΑΝΤΑΡΣΥΑ;
Σχεδόν αξιωματικά και αντανακλαστικά μπορούμε να δώσουμε με ένα τριπλό «όχι» την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Για να δικαιολογηθεί όμως μια τέτοια απάντηση και πολύ περισσότερο για να αξιοποιηθεί αποτελεσματικά από την επόμενη μέρα δεν μπορούμε να ανατρέξουμε σε εύκολες τοποθετήσεις και γνωστά σχήματα.
Θα πρέπει να αντιληφθούμε και να παραδεχτούμε για παράδειγμα το εξής απλό: πως ούτε όλο το 80% των εκλογών της 20ης Σεπτέμβρη ψήφισε Μνημόνιο, ούτε όλο το 62% του δημοψηφίσματος του Ιούλη είχε ψηφίσει ρήξη. Θα πρέπει να ανατρέξουμε σε αυτά που σημειώσαμε παραπάνω για τη μεθοδολογία Τσίπρα που επικράτησε στην εκλογική μάχη και έτσι να μη «χαρίσουμε» όλους τους ψηφοφόρους του στην πλήρη και δια βίου αποδοχή του TINA (Δεν υπάρχει εναλλακτική) και των μνημονίων. Θα πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε την πολιτική ανεπάρκεια όλων όσοι (με διαφορές στο επίπεδο των ευθυνών) επιχείρησαν να εκφράσουν και να εκπροσωπήσουν το «Όχι μέχρι τέλους» ή το «Όχι που προδόθηκε» ή το «Όχι» που συνοδεύεται με το «Όχι στο ευρώ και την ΕΕ». Με κυρίαρχη φυσικά την ευθύνη του σχηματισμού της ΛΑΕ για τον απλούστατο λόγο ότι βρέθηκε για μια σειρά δεδομένων στη θέση να πρέπει και να μπορεί να εκπροσωπήσει πιο εμφατικά και με περισσότερες ελπίδες μία πρόταση άμεσης πολιτικής εναλλακτικής από τους άλλους. (Στο γιατί βέβαια οι άλλοι σχηματισμοί ή ένας «πραγματικά» νέος σχηματισμός – διαδικασία δεν μπόρεσε να υπάρξει με τέτοιο τρόπο που να παίξει ισχυρότερο ρόλο δεν μπορεί να ευθύνεται μόνο ή κυρίως η ΛΑΕ – αλλά αυτή είναι μία πιο ειδική, αναγκαία και πολυεπίπεδη συζήτηση που δεν μπορεί να γίνει από εδώ).
Θα πρέπει να ανατρέξουμε επίσης και σε μια άλλη παράμετρο του χτεσινού αποτελέσματος, αυτής που αποτελεί ουσιαστικά την άλλη μισή εικόνα του: Της «βασίλισσας αποχής», της τάξης του 44,1% (συμμετοχή των εγγεγραμμένων κατά 55,9% με το 2,45% όσων ψήφισαν να ρίχνουν στην κάλπη άκυρο ή λευκό ψηφοδέλτιο). Σε απόλυτους αριθμούς 5.566.295 ψηφοφόροι πήγαν στις κάλπες, κοντά στο 1,5 εκατομμύριο λιγότεροι σε σχέση με τις εκλογές του 2009 (τελευταίες εκλογές του πάλαι ποτέ «δικομματισμού) και 764.061 λιγότεροι από αυτές του περασμένου Γενάρη. Λιγότεροι ήταν οι ψηφοφόροι που πήγαν στην κάλπη σε σχέση και με το δημοψήφισμα του Ιουλίου (!!), που έγινε μέσα σε μία εβδομάδα και εν μέσω θέρους (με ότι αυτό σημαίνει για τις δυσκολίες στη μετακίνηση των ψηφοφόρων), αλλά και με κλειστές τράπεζες, τρομοκρατία και καλέσματα για αποχή – άκυρο – λευκό από δυνάμεις όπως το ΚΚΕ. Πιο συγκεκριμένα και με απόλυτα νούμερα και εδώ, τον Ιούλη ψήφισαν 6.161.338 (ποσοστό 62,15 % επί των εγγεγραμμένων), 600.000 περισσότεροι από την προχτεσινή ημέρα.
Η εικόνα του τρόπου που η αποχή επηρέασε το αποτέλεσμα συμπληρώνεται και από τις απώλειες σε απόλυτο αριθμό ψήφων που σημείωσαν όλα σχεδόν από τα κόμματα, σε σχέση με το αποτέλεσμα του προηγούμενου Γενάρη:
Οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν τον μεγαλύτερο αριθμό και κυμαίνονται στις 320.074 ψήφους (1.925.904 ψήφους από 2.245.978 τον Γενάρη). Της ΝΔ στις 192.489 ψήφους (1.526.205 από 1.718.694), του ΠΑΣΟΚ στις130.456 (341.390 από 471.846 που είχαν μαζί ΠΑΣΟΚ+ΚΙΔΗΣΟ+ΔΗΜΑΡ). Του ΚΚΕ στις 36.556 ψήφους (301.632 από 338.188), του Ποταμιού στις 151.758 (222.166 από 373.924) ενώ των ΑΝΕΛ στις 107.226(200.423 από 293.683). Μικρότερη ήταν η πτώση της Χρυσής Αυγής με απώλειες 8.806 ψήφων (379.581 από 388.387). Η πρώτη καταγραφή της τάξης των 155.242 ψήφων από τη ΛΑΕ, όπως και η άνοδος της Ένωσης Κεντρώων κατά 75.534 (186.457 από 110.923) και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατά 4.236 ψήφους (46.096 από 41.860 μαζί με ΕΕΚ), σαφώς δεν μπορούν να ισορροπήσουν τις πολύ μεγαλύτερες απώλειες που καταγράψαμε παραπάνω.
Έτσι λοιπόν αξίζει να δούμε για παράδειγμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ με τις τωρινές του ψήφους και τη συμμετοχή του 2009 θα είχε ποσοστό γύρω στο 28% (δηλαδή 7,5 μονάδες λιγότερο), ενώ η ΝΔ ποσοστό γύρω στο 21%. Περιττό να σημειώσουμε ότι στις παλιές μέρες της δόξας του δικομματισμού το άθροισμα των ψήφων ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ θα βρισκόταν πιο κοντά στο σύνολο των ψήφων του ενός εκ των δύο διεκδικητών της πρώτης θέσης (βλέπε ΠΑΣΟΚ 2009, 3.012.542 ψήφοι).
Πέρα από τα ποσοτικά χαρακτηριστικά της αποχής πάντως, πολύ περισσότερο είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της που έχουν ιδιαίτερη σημασία και αποδεικνύουν ότι κάνουν λάθος όσοι πιστεύουν (είτε πανηγυρίζοντας είτε βουλιάζοντας στην απογοήτευση) ότι το ρήγμα έκλεισε: Η διάψευση των ελπίδων των εκλογών του Γενάρη, η μεσολάβηση της εβδομάδας του δημοψήφισματος, η απίστευτη ανάλωση πολλών και διαφορετικών πολιτικών σχεδίων τα τελευταία χρόνια που όλα καταλήγουν με μαθηματική ακρίβεια στην υλοποίηση μνημονίων και λιτότητας, η κατάδειξη ενός ανώτατου ορίου – ταβανιού το οποίο τείνουν να προσεγγίσουν (αυτή τουλάχιστον τη στιγμή) όλα τα γνωστά πολιτικά σχέδια, ακόμη κι αυτά που τείνουν στη λογική της -όμορης συνήθως σε πλευρές της αποχής- αντιπολιτικής στάσης (του «όλοι είναι ίδιοι», της ψήφου τιμωρίας / διαμαρτυρίας / «τρολ», του νεοφιλελεύθερου τεχνοκρατικού ποταμίσιου προφίλ), η αναξιοπιστία που αναδύουν όλοι σχεδόν οι θεσμοί και τα πρόσωπα του κοινοβουλευτισμού, είναι κάποια από τα σηματικότερα στιγμιότυπα αυτών των «ποιοτικών» στοιχείων.
Γίνεται σαφές λοιπόν για ακόμη μία φορά ότι η περίοδος των μνημονίων, η περίοδος της κρίσης έχει αλλάξει εξαιρετικά το τοπίο. Έχει δημιουργήσει και συντηρεί μια εξαιρετικά ρευστή κατάσταση. Μια κατάσταση που δεν «κλείνει» με τις πρόσφατες εκλογές. Αντίθετα παραμένει «ανοιχτό στοίχημα» αποτυπώνοντας δυνατότητες για μία περαιτέρω ριζοσπαστική και ρηξιακή κατεύθυνση, κρύβοντας όμως και κινδύνους για νέους αντιπολιτικούς ολοκληρωτικούς προορισμούς.
Δεν παίχτηκε η παρτίδα μας ακόμη…
Οι «ειδικοί των μέσων ενημέρωσης», μιλώντας από χτες για το αποτέλεσμα βιάστηκαν να δηλώσουν για άλλη μια φορά περιχαρείς ότι τελείωσαν οι συζητήσεις για ρήξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Παύλος Τσίμας του ΣΚΑΪ, που από το ραδιόφωνο μέχρι την τηλεόραση επανέλαβε τουλάχιστον δύο φορές αυτολεξεί:
«Νομίζω ότι η Λαϊκή Ενότητα είναι ο μεγάλος χαμένος αυτών των εκλογών (…) Θυμίζω ότι ο κ. Τσίπρας μετά την πρώτη ψηφοφορία στη Βουλή μετά βίας είχε πλειοψηφία στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματός του. Αν πήγαινε να λύσει αυτό το εσωκομματικό πρόβλημα σε εσωκομματική διαδικασία υπήρχε περίπτωση να έχανε ή εν πάσει περιπτώσει θα μπορούσε να έβγαινε νικητής αλλά τραυματισμένος. Επέλεξε να μεταφέρει αυτή τη μάχη στο εθνικό ακροατήριο και εκεί τους συνέτριψε. Ο κοινωνικός ΣΥΡΙΖΑ συνέτριψε την αριστερή πλατφόρμα και νομίζω ότι έκλεισε και οριστικά τη συζήτηση περί εναλλακτικού σχεδίου “β, δραχμής, παράλληλων νομισμάτων.. Αυτή η συζήτηση για το ορατό τουλάχιστον μέλλον κλείνει οριστικά δεν θα τη ξανακούσουμε και έχουμε κάθε λόγο να χαιρόμαστε γι αυτό.»
Ο Τσίπρας, το επιτελείο του και οι «ειδικοί» δικαίως επιχαίρουν για το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ένα κόμμα που ενώ υπέγραψε μνημόνιο δεν καταποντίστηκε όπως οι προκάτοχοί του. Γνωρίζουμε όμως, ότι μεγάλο ρόλο σε αυτό έπαιξε το γεγονός, ότι διατηρώντας όλο το προηγούμενο διάστημα την πλήρη πρωτοβουλία των κινήσεων στο εσωτερικό, πήγε σε εκλογές στο χρονικό σημείο που ήθελε. Εκμεταλλεύτηκε το «μομέντουμ» όπου οι συνέπειες και το βίωμα της νεομνημονιακής πραγματικότητας δεν δηλώνουν ακόμη το «παρών». Τα δύσκολα όμως έρχονται. Και αφορούν όχι μόνο τον Τσίπρα, αλλά κυρίως την πλειοψηφία του ελληνικού λαού.Μέσα σε αυτά τα δύσκολα καλούνται όλοι όσοι πιστεύουν ακόμη ότι μπορούν να διεκδικήσουν έναν ρόλο συμβολής στο να υπάρχει ένας εναλλακτικός δρόμος σύγκρουσης με τα μνημόνια, το χρέος, την ευρωζώνη, την ΕΕ και τους εν Ελλάδι ολιγάρχες του πλούτου, των ΜΜΕ και του βαθέως κράτους, να λειτουργήσουν άμεσα και αποτελεσματικά. Για να το κάνουν αυτό θα πρέπει σίγουρα να αποφύγουν τη λογική του business as usual.
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να παραδεχτούν την ήττα της 20ης Σεπτέμβρη, όχι για να την αποδεχτούν ως «μοίρα», αλλά για να την καταλάβουν και να μπορέσουν να πάρουν τα μέτρα τους. Το να καταλάβουν την ήττα σημαίνει ότι θα καταλάβουν ότι για αυτή ευθύνονται όχι μόνο οι γενικές δυσκολίες της περιόδου και οι αρετές των αντιπάλων τους (τόσο των «αριστερών» όσο και των δεξιών), αλλά σε εξαιρετικό βαθμό οι δικές τους υποκειμενικές, στρατηγικές ανεπάρκειες, παθογένειες και ελλείψεις που σχεδόν δομικά τους διαπερνούν. Να πάρουν τα μέτρα τους εκμεταλλευόμενοι και αυτό το αναγκαστικό, μεταιχμιακό, μικρό χρονικό διάστημα «σχετικής ηρεμίας» που έχει μπροστά της η κυβέρνηση. Να το εκμεταλλευτούν βάζοντας μπροστά σύντομες αλλά μάχιμες διαδικασίες εσωτερικής συζήτησης και αυτοκριτικής, μετωπικής συνεργασίας και προετοιμασίας, συντονισμού των υπαρχόντων δυνάμεων και δημιουργίας νέων χώρων διαλόγου και θέσεων μάχης.
Πολύ πολύ γρήγορα όλες αυτές οι δυνάμεις, μαζί και με άλλες που θα γεννηθούν νομοτελειακά, θα κληθούν να αγωνιστούν στα πιο δύσκολα θέρετρα της σύγχρονης ιστορίας. Εκεί που η επανεμφάνιση και η επανοηματοδότηση του άλλου δρόμου, της εναλλακτικής, της σύγκρουσης θα περνάει αναγκαστικά και θα δικαιώνεται μέσα από την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, αυτού που παραμένει φυλακισμένο σε πρακτικές, μηχανισμούς και ανθρώπους που το καθιστούν «απεχθές, επονείδιστο και μη βιώσιμο» γι’ αυτούς που πραγματικά το χρειάζονται. Θα δικαιώνεται μέσα από τη διαμόρφωση νέων συλλογικών θεσμών αγώνα και διακυβέρνησης στη γειτονιά, στον χώρο εκπαίδευσης και δουλειάς. Θεσμοί που θα συμβάλλουν και θα λειτουργούν ταυτόχρονα ως δομές αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης. Για να μην μένει κανένας μόνος του απέναντι στην τράπεζα που απειλεί να πάρει το σπίτι, απέναντι στον εργοδότη που απειλεί κουνώντας το δάχτυλο και γνέφοει προς τη στρατιά των ανέργων που περιμένει στην ουρά. Απέναντι στον κήρυκα του μίσους που απειλεί τους ανθρώπους που ξεσπιτώθηκαν και περπάτησαν μέχρι την άλλη άκρη της γης.
Κάπως έτσι, είναι εξαιρετικά πιθανό τα λόγια του Τσίμα και του κάθε Τσίμα να τα θυμόμαστε σε μικρό χρονικό διάστημα από τώρα, μαζί με αυτές τις στιγμές, και να γελάμε συμπληρώνοντας : «Δε νομίζω Παύλο».
(Ακόμη κι αν χρειαστεί να αναποδογυριστεί βίαια μία ολόκληρη κατάσταση που σε πολλά της σημεία μοιάζει να μας βρίσκει «με τα πόδια πάνω (στον αέρα) και το κεφάλι κάτω (στο πάτωμα)» , όπως θα σημείωναν τόσο οι Pixies, όσο και ο Κ. Μαρξ:
[Υστερόγραφο 1: ]
Όσον αφορά την αποχή αξίζει να σημειώσουμε και κάτι ακόμη:
Η αποχή που καταγράφηκε στις κάλπες της 20ης Σεπτέμβρη (44,1%) αποτελεί ιστορικό ρεκόρ σε βουλευτικές εκλογές. Τον Ιανουάριο του 2015 είχε φτάσει στο 36,4%, έναντι του 37,5% τον Ιούνιο του 2012, στις «δεύτερες» εκλογές που είχαν λάβει χαρακτήρα «επαναληπτικών», αμέσως μετά τις κάλπες του Μαΐου, όπου είχε καταγραφεί στο 34,9%. Στην προ μνημονίου εποχή, η αποχή ήταν κάτω του 30% και παλιότερα στις παχιές αγελάδες της μεταπολίτευσης δεν ξεπερνούσε το 25%. Συγκεκριμένα, το 2009 ήταν 29,1%, το 2007 25,9%, το 2004 23,5%, το 2000 25,13%. Βεβαίως, το ποσοστό της αποχής πάντοτε εμφανίζεται μεγαλύτερο στα επίσημα νούμερα από όσο είναι στην πραγματικότητα (υπολογίζεται περίπου στο 30% – 40% για παράδειγμα στο φετινό αποτέλεσμα), καθώς οι εκλογικοί κατάλογοι δεν έχουν εκκαθαριστεί. Αλλά η τάση αύξησης της αποχής είναι πραγματική, καθώς εκφράζεται στους ίδιους εκλογικούς καταλόγους…
[Υστερόγραφο 2 :]
Όσον αφορά το αποτέλεσμα της Χρυσής Αυγής, χρειάζεται πιθανόν ουσιαστικότερη και πιο λεπτομερή συζήτηση, όμως μπορούμε να σημειώσουμε ότι δεν κατάφερε κάποια εξαιρετική άνοδο για την οποία είχαν εκφραστεί με σιγουριά τα ίδια τα στελέχη της και με φόβο οι άνθρωποι των αντιφασιστικών κινημάτων. Παρόλο το γεγονός ότι σημείωσε μικρή πτώση σε απόλυτο αριθμό ψήφων και μικρή άνοδο σε ποσοστό (6,99% από 6,28%) μάλλον δείχνει να φτάνει «το ταβάνι» της σε μία περίοδο που ορθώς εκ πρώτης όψεως θα φάνταζε ιδανική για αυτή. Μία περίοδο που χαρακτηρίζεται από το φαινόμενο παγκόσμιας δυναμικής των εξαιρετικά μεγάλων προσφυγικών ροών (ας φανταστούμε τις ίδιες ροές στις πρώτες μέρες της θρασύτητας που σηματοδότησε η αρχική είσοδος της ΧΑ στη Βουλή και ας δούμε τα τωρινά αποτελέσματα σε Κω και Μυτιλήνη που δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτά του Αγ. Παντελεήμονα και άλλων περιοχών της Αθήνας όπου οι νεοναζί μπόρεσαν να παίξουν αποτελεσματικά τα αντιμεταναστευτικά χαρτιά τους). Αλλά και μιας περιόδου πολιτικοϊδεολογικής σύγχυσης για την αριστερά που «δίνει» στους χρυσαυγίτες το δικαίωμα να νομίζουν ότι μπορούν να διεκδικούν -πλαστά φυσικά- και σε επίπεδο ρητορικής την πρωτοκαθεδρία της αντιμνημονιακής κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης… Αναμφισβήτητα αυτό δε λέγεται χάριν εφησυχασμού. Έτσι κι αλλιώς το όποιο θετικό στοιχείο εμπεριέχει μια τέτοια εκτίμηση μη ανόδου της ΧΑ δεν μπορεί παρά να χρεώνεται σε ανθρώπους σαν τον Παύλο Φύσσα, σε ανθρώπους των αντιφασιστικών πρωτοβουλιών, συναυλιών, στεκιών από τον Άγιο Παντελεήμονα μέχρι το Κερατσίνι. Στο αντιφασιστικό κίνημα που οφείλει να συνεχίσει τη δράση του με αυξημένα αντανακλαστικά
«Θα σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα», επανέλαβε -και πάλι- ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στην πλατεία Κλαυθμώνoς στο κεντρικό εκλογικό περίπτερο του ΣΥΡΙΖΑ, το βράδυ της Κυριακής στις 20 Σεπτεμβρίου.
Η ικανοποίηση διαγράφονταν καθαρά στο πρόσωπο του πρωθυπουργού. Αλλά και στο πρόσωπο του συνοδοιπόρου του, Πάνου Καμμένου, που στεκόταν επίσης χαρούμενος, δίπλα του, σε μία εμφανώς λιγότερο μαζική και ενθουσιώδη συγκέντρωση από αυτήν της 25ης Γενάρη. Τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε για πρώτη φορά τις εκλογές υποσχόμενος να καταργήσει τα μνημόνια και ο Αλέξης Τσίπρας υπoσχόταν και τότε λιακάδες και ήλιους μιλώντας λίγα μέτρα πιο πάνω, μπροστά από την Πρυτανεία του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το γεγονός ότι λίγες ώρες μετά τη δήλωση Τσίπρα, ο ήλιος κρύφτηκε και ανοίξανε οι ουρανοί με την Αθήνα και άλλες πόλεις να «απολαμβάνουν» σούπερ μπόρες, πλημύρες ακόμη ..και ανεμοστρόβιλους, μπορεί να σημαίνει ελάχιστα για αυτούς που δεν πιστεύουν σε δεισιδαιμονίες. Μπορεί πάλι -έστω και με αρκετές δόσεις σκωπτικής διάθεσης- να σημαίνει το οριστικό (και σημειολογικά) τέλος του «σύντομου καλοκαιριού του Όχι». Του καλοκαιριού του δημοψηφίσματος της 5ης Ιούλη, αυτής της ημισυνειδητής – ημιαποφασισμένης ανάτασης της μαχητικότητας και της αγωνιστικότητας της κοινωνικής πλειοψηφίας που ασφυκτιά σε αυτή τη χώρα.
Τσίπρας: Σαφής επικράτηση μεν, σε εκλογές «χαμηλών προσδοκιών» δε
Όντως, λοιπόν, το πρώτο στοιχείο που επιβεβαιώθηκε από αυτή την κάλπη της 20ης Σεπτεμβρίου ήταν αυτό που μπορούσε κανείς να εκτιμήσει και αρκετές μέρες πριν. Από όταν προκηρύχτηκαν αυτές οι εκλογές για την ακρίβεια. Και αυτό δεν είναι άλλο από το γεγονός πως χτες έλαβε χώρα η πρώτη εκλογική μάχη, μετά τη θύελλα των κοινωνικών αγώνων του 2010 – 2012-, που δεν χαρακτηριζόταν από την παραμικρή αχτίδα ελπίδας ως προς το αποτέλεσμά της και την πιθανότητα αυτό να μπορεί να σηματοδοτήσει κάποια αλλαγή στη μνημονιακή ρότα της χώρας.
Αυτό το στοιχείο επιβεβαιώθηκε τόσο από το αποτέλεσμα όσο και από όσα προηγήθηκαν αυτού, στην προεκλογική περίοδο που διανύσαμε τις προηγούμενες ημέρες. Ποιος ήταν ο βασικός συλλογισμός με τον οποίο κατήλθε ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές τις εκλογές; Ότι δεν είναι το ίδιο να κυβερνήσει αυτός και το ίδιο να κυβερνήσει η ΝΔ. «Μα καλά πιστεύετε ότι θα έκανα τα ίδια εγώ και τα ίδια ο κ. Μητσοτάκης», ανέφερε γελώντας ο κ. Κατρούγκαλος, αναφερόμενος προφανώς στη θητεία του στο υπουργείο Εσωτερικών. «Είναι το ίδιο για το ζήτημα της διαχείρισης των προσφύγων να είναι η Χριστοδουλοπούλου υπουργός και το ίδιο να είναι ο Δένδιας;» ρωτούσαν με νόημα πολλά μεσαία στελέχη και μέλη του ΣΥΡΙΖΑ κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. «Εγώ δεν πιστεύω στο μνημόνιο εκείνος πιστεύει», ήταν μια αρκετή συνηθισμένη επωδός του Τσίπρα όταν αναφερόταν στον Μεϊμαράκη.
Όσο αφαιρετικός και ομιχλώδης μπορεί να φαντάζει ένας τέτοιος συλλογισμός (και πολύ περισσότερο μη πραγματικός, αν αναλογιστεί κανείς όλα όσα υπογράφτηκαν στη συμφωνία με τους εταίρους), άλλο τόσο φαίνεται όμως πως έπεισε ένα σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων. Και μάλιστα …χωρίς τις υποσχέσεις του προηγούμενου Γενάρη. Χωρίς κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, χωρίς μείωση της φορολογίας που πλήττει τα χαμηλά στρώματα, χωρίς προστασία των απόρων, χωρίς προστασία και επαναφορά των μισθών, των συντάξεων και των στοιχειωδών εργασιακών δικαιωμάτων (βλ. συμβάσεις), χωρίς σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων αλλά αντίθετα απίστευτη όξυνσή τους. Και κάπως έτσι μπορούμε με σχετική σιγουριά να πούμε πως αυτές ήταν οι εκλογές των «χαμηλών προσδοκιών».
Η αποχή και το ρήγμα που δεν κλείνει εύκολα…
Και τι έγινε με την ελπίδα ενός άλλου δρόμου, χωρίς μνημόνια και εξοντωτική λιτότητα; Αυτής της ελπίδας που έδωσε τη νίκη στο ΣΥΡΙΖΑ στις προηγούμενες εκλογές του Γενάρη; Αυτής της ελπίδας που έδωσε σάρκα και οστά στο «Όχι» του 62% τον περασμένο Ιούλη; Εξανεμίστηκε; Μεταλλάχθηκε; Συρρικνώθηκε στο 2,9 της νεότευκτης ΛΑΕ, στο 5,5 του ΚΚΕ, στο 0,8 της ΑΝΤΑΡΣΥΑ;
Σχεδόν αξιωματικά και αντανακλαστικά μπορούμε να δώσουμε με ένα τριπλό «όχι» την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Για να δικαιολογηθεί όμως μια τέτοια απάντηση και πολύ περισσότερο για να αξιοποιηθεί αποτελεσματικά από την επόμενη μέρα δεν μπορούμε να ανατρέξουμε σε εύκολες τοποθετήσεις και γνωστά σχήματα.
Θα πρέπει να αντιληφθούμε και να παραδεχτούμε για παράδειγμα το εξής απλό: πως ούτε όλο το 80% των εκλογών της 20ης Σεπτέμβρη ψήφισε Μνημόνιο, ούτε όλο το 62% του δημοψηφίσματος του Ιούλη είχε ψηφίσει ρήξη. Θα πρέπει να ανατρέξουμε σε αυτά που σημειώσαμε παραπάνω για τη μεθοδολογία Τσίπρα που επικράτησε στην εκλογική μάχη και έτσι να μη «χαρίσουμε» όλους τους ψηφοφόρους του στην πλήρη και δια βίου αποδοχή του TINA (Δεν υπάρχει εναλλακτική) και των μνημονίων. Θα πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε την πολιτική ανεπάρκεια όλων όσοι (με διαφορές στο επίπεδο των ευθυνών) επιχείρησαν να εκφράσουν και να εκπροσωπήσουν το «Όχι μέχρι τέλους» ή το «Όχι που προδόθηκε» ή το «Όχι» που συνοδεύεται με το «Όχι στο ευρώ και την ΕΕ». Με κυρίαρχη φυσικά την ευθύνη του σχηματισμού της ΛΑΕ για τον απλούστατο λόγο ότι βρέθηκε για μια σειρά δεδομένων στη θέση να πρέπει και να μπορεί να εκπροσωπήσει πιο εμφατικά και με περισσότερες ελπίδες μία πρόταση άμεσης πολιτικής εναλλακτικής από τους άλλους. (Στο γιατί βέβαια οι άλλοι σχηματισμοί ή ένας «πραγματικά» νέος σχηματισμός – διαδικασία δεν μπόρεσε να υπάρξει με τέτοιο τρόπο που να παίξει ισχυρότερο ρόλο δεν μπορεί να ευθύνεται μόνο ή κυρίως η ΛΑΕ – αλλά αυτή είναι μία πιο ειδική, αναγκαία και πολυεπίπεδη συζήτηση που δεν μπορεί να γίνει από εδώ).
Θα πρέπει να ανατρέξουμε επίσης και σε μια άλλη παράμετρο του χτεσινού αποτελέσματος, αυτής που αποτελεί ουσιαστικά την άλλη μισή εικόνα του: Της «βασίλισσας αποχής», της τάξης του 44,1% (συμμετοχή των εγγεγραμμένων κατά 55,9% με το 2,45% όσων ψήφισαν να ρίχνουν στην κάλπη άκυρο ή λευκό ψηφοδέλτιο). Σε απόλυτους αριθμούς 5.566.295 ψηφοφόροι πήγαν στις κάλπες, κοντά στο 1,5 εκατομμύριο λιγότεροι σε σχέση με τις εκλογές του 2009 (τελευταίες εκλογές του πάλαι ποτέ «δικομματισμού) και 764.061 λιγότεροι από αυτές του περασμένου Γενάρη. Λιγότεροι ήταν οι ψηφοφόροι που πήγαν στην κάλπη σε σχέση και με το δημοψήφισμα του Ιουλίου (!!), που έγινε μέσα σε μία εβδομάδα και εν μέσω θέρους (με ότι αυτό σημαίνει για τις δυσκολίες στη μετακίνηση των ψηφοφόρων), αλλά και με κλειστές τράπεζες, τρομοκρατία και καλέσματα για αποχή – άκυρο – λευκό από δυνάμεις όπως το ΚΚΕ. Πιο συγκεκριμένα και με απόλυτα νούμερα και εδώ, τον Ιούλη ψήφισαν 6.161.338 (ποσοστό 62,15 % επί των εγγεγραμμένων), 600.000 περισσότεροι από την προχτεσινή ημέρα.
Η εικόνα του τρόπου που η αποχή επηρέασε το αποτέλεσμα συμπληρώνεται και από τις απώλειες σε απόλυτο αριθμό ψήφων που σημείωσαν όλα σχεδόν από τα κόμματα, σε σχέση με το αποτέλεσμα του προηγούμενου Γενάρη:
Οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν τον μεγαλύτερο αριθμό και κυμαίνονται στις 320.074 ψήφους (1.925.904 ψήφους από 2.245.978 τον Γενάρη). Της ΝΔ στις 192.489 ψήφους (1.526.205 από 1.718.694), του ΠΑΣΟΚ στις130.456 (341.390 από 471.846 που είχαν μαζί ΠΑΣΟΚ+ΚΙΔΗΣΟ+ΔΗΜΑΡ). Του ΚΚΕ στις 36.556 ψήφους (301.632 από 338.188), του Ποταμιού στις 151.758 (222.166 από 373.924) ενώ των ΑΝΕΛ στις 107.226(200.423 από 293.683). Μικρότερη ήταν η πτώση της Χρυσής Αυγής με απώλειες 8.806 ψήφων (379.581 από 388.387). Η πρώτη καταγραφή της τάξης των 155.242 ψήφων από τη ΛΑΕ, όπως και η άνοδος της Ένωσης Κεντρώων κατά 75.534 (186.457 από 110.923) και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατά 4.236 ψήφους (46.096 από 41.860 μαζί με ΕΕΚ), σαφώς δεν μπορούν να ισορροπήσουν τις πολύ μεγαλύτερες απώλειες που καταγράψαμε παραπάνω.
Έτσι λοιπόν αξίζει να δούμε για παράδειγμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ με τις τωρινές του ψήφους και τη συμμετοχή του 2009 θα είχε ποσοστό γύρω στο 28% (δηλαδή 7,5 μονάδες λιγότερο), ενώ η ΝΔ ποσοστό γύρω στο 21%. Περιττό να σημειώσουμε ότι στις παλιές μέρες της δόξας του δικομματισμού το άθροισμα των ψήφων ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ θα βρισκόταν πιο κοντά στο σύνολο των ψήφων του ενός εκ των δύο διεκδικητών της πρώτης θέσης (βλέπε ΠΑΣΟΚ 2009, 3.012.542 ψήφοι).
Πέρα από τα ποσοτικά χαρακτηριστικά της αποχής πάντως, πολύ περισσότερο είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της που έχουν ιδιαίτερη σημασία και αποδεικνύουν ότι κάνουν λάθος όσοι πιστεύουν (είτε πανηγυρίζοντας είτε βουλιάζοντας στην απογοήτευση) ότι το ρήγμα έκλεισε: Η διάψευση των ελπίδων των εκλογών του Γενάρη, η μεσολάβηση της εβδομάδας του δημοψήφισματος, η απίστευτη ανάλωση πολλών και διαφορετικών πολιτικών σχεδίων τα τελευταία χρόνια που όλα καταλήγουν με μαθηματική ακρίβεια στην υλοποίηση μνημονίων και λιτότητας, η κατάδειξη ενός ανώτατου ορίου – ταβανιού το οποίο τείνουν να προσεγγίσουν (αυτή τουλάχιστον τη στιγμή) όλα τα γνωστά πολιτικά σχέδια, ακόμη κι αυτά που τείνουν στη λογική της -όμορης συνήθως σε πλευρές της αποχής- αντιπολιτικής στάσης (του «όλοι είναι ίδιοι», της ψήφου τιμωρίας / διαμαρτυρίας / «τρολ», του νεοφιλελεύθερου τεχνοκρατικού ποταμίσιου προφίλ), η αναξιοπιστία που αναδύουν όλοι σχεδόν οι θεσμοί και τα πρόσωπα του κοινοβουλευτισμού, είναι κάποια από τα σηματικότερα στιγμιότυπα αυτών των «ποιοτικών» στοιχείων.
Γίνεται σαφές λοιπόν για ακόμη μία φορά ότι η περίοδος των μνημονίων, η περίοδος της κρίσης έχει αλλάξει εξαιρετικά το τοπίο. Έχει δημιουργήσει και συντηρεί μια εξαιρετικά ρευστή κατάσταση. Μια κατάσταση που δεν «κλείνει» με τις πρόσφατες εκλογές. Αντίθετα παραμένει «ανοιχτό στοίχημα» αποτυπώνοντας δυνατότητες για μία περαιτέρω ριζοσπαστική και ρηξιακή κατεύθυνση, κρύβοντας όμως και κινδύνους για νέους αντιπολιτικούς ολοκληρωτικούς προορισμούς.
Δεν παίχτηκε η παρτίδα μας ακόμη…
Οι «ειδικοί των μέσων ενημέρωσης», μιλώντας από χτες για το αποτέλεσμα βιάστηκαν να δηλώσουν για άλλη μια φορά περιχαρείς ότι τελείωσαν οι συζητήσεις για ρήξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Παύλος Τσίμας του ΣΚΑΪ, που από το ραδιόφωνο μέχρι την τηλεόραση επανέλαβε τουλάχιστον δύο φορές αυτολεξεί:
«Νομίζω ότι η Λαϊκή Ενότητα είναι ο μεγάλος χαμένος αυτών των εκλογών (…) Θυμίζω ότι ο κ. Τσίπρας μετά την πρώτη ψηφοφορία στη Βουλή μετά βίας είχε πλειοψηφία στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματός του. Αν πήγαινε να λύσει αυτό το εσωκομματικό πρόβλημα σε εσωκομματική διαδικασία υπήρχε περίπτωση να έχανε ή εν πάσει περιπτώσει θα μπορούσε να έβγαινε νικητής αλλά τραυματισμένος. Επέλεξε να μεταφέρει αυτή τη μάχη στο εθνικό ακροατήριο και εκεί τους συνέτριψε. Ο κοινωνικός ΣΥΡΙΖΑ συνέτριψε την αριστερή πλατφόρμα και νομίζω ότι έκλεισε και οριστικά τη συζήτηση περί εναλλακτικού σχεδίου “β, δραχμής, παράλληλων νομισμάτων.. Αυτή η συζήτηση για το ορατό τουλάχιστον μέλλον κλείνει οριστικά δεν θα τη ξανακούσουμε και έχουμε κάθε λόγο να χαιρόμαστε γι αυτό.»
Ο Τσίπρας, το επιτελείο του και οι «ειδικοί» δικαίως επιχαίρουν για το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ένα κόμμα που ενώ υπέγραψε μνημόνιο δεν καταποντίστηκε όπως οι προκάτοχοί του. Γνωρίζουμε όμως, ότι μεγάλο ρόλο σε αυτό έπαιξε το γεγονός, ότι διατηρώντας όλο το προηγούμενο διάστημα την πλήρη πρωτοβουλία των κινήσεων στο εσωτερικό, πήγε σε εκλογές στο χρονικό σημείο που ήθελε. Εκμεταλλεύτηκε το «μομέντουμ» όπου οι συνέπειες και το βίωμα της νεομνημονιακής πραγματικότητας δεν δηλώνουν ακόμη το «παρών». Τα δύσκολα όμως έρχονται. Και αφορούν όχι μόνο τον Τσίπρα, αλλά κυρίως την πλειοψηφία του ελληνικού λαού.Μέσα σε αυτά τα δύσκολα καλούνται όλοι όσοι πιστεύουν ακόμη ότι μπορούν να διεκδικήσουν έναν ρόλο συμβολής στο να υπάρχει ένας εναλλακτικός δρόμος σύγκρουσης με τα μνημόνια, το χρέος, την ευρωζώνη, την ΕΕ και τους εν Ελλάδι ολιγάρχες του πλούτου, των ΜΜΕ και του βαθέως κράτους, να λειτουργήσουν άμεσα και αποτελεσματικά. Για να το κάνουν αυτό θα πρέπει σίγουρα να αποφύγουν τη λογική του business as usual.
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να παραδεχτούν την ήττα της 20ης Σεπτέμβρη, όχι για να την αποδεχτούν ως «μοίρα», αλλά για να την καταλάβουν και να μπορέσουν να πάρουν τα μέτρα τους. Το να καταλάβουν την ήττα σημαίνει ότι θα καταλάβουν ότι για αυτή ευθύνονται όχι μόνο οι γενικές δυσκολίες της περιόδου και οι αρετές των αντιπάλων τους (τόσο των «αριστερών» όσο και των δεξιών), αλλά σε εξαιρετικό βαθμό οι δικές τους υποκειμενικές, στρατηγικές ανεπάρκειες, παθογένειες και ελλείψεις που σχεδόν δομικά τους διαπερνούν. Να πάρουν τα μέτρα τους εκμεταλλευόμενοι και αυτό το αναγκαστικό, μεταιχμιακό, μικρό χρονικό διάστημα «σχετικής ηρεμίας» που έχει μπροστά της η κυβέρνηση. Να το εκμεταλλευτούν βάζοντας μπροστά σύντομες αλλά μάχιμες διαδικασίες εσωτερικής συζήτησης και αυτοκριτικής, μετωπικής συνεργασίας και προετοιμασίας, συντονισμού των υπαρχόντων δυνάμεων και δημιουργίας νέων χώρων διαλόγου και θέσεων μάχης.
Πολύ πολύ γρήγορα όλες αυτές οι δυνάμεις, μαζί και με άλλες που θα γεννηθούν νομοτελειακά, θα κληθούν να αγωνιστούν στα πιο δύσκολα θέρετρα της σύγχρονης ιστορίας. Εκεί που η επανεμφάνιση και η επανοηματοδότηση του άλλου δρόμου, της εναλλακτικής, της σύγκρουσης θα περνάει αναγκαστικά και θα δικαιώνεται μέσα από την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, αυτού που παραμένει φυλακισμένο σε πρακτικές, μηχανισμούς και ανθρώπους που το καθιστούν «απεχθές, επονείδιστο και μη βιώσιμο» γι’ αυτούς που πραγματικά το χρειάζονται. Θα δικαιώνεται μέσα από τη διαμόρφωση νέων συλλογικών θεσμών αγώνα και διακυβέρνησης στη γειτονιά, στον χώρο εκπαίδευσης και δουλειάς. Θεσμοί που θα συμβάλλουν και θα λειτουργούν ταυτόχρονα ως δομές αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης. Για να μην μένει κανένας μόνος του απέναντι στην τράπεζα που απειλεί να πάρει το σπίτι, απέναντι στον εργοδότη που απειλεί κουνώντας το δάχτυλο και γνέφοει προς τη στρατιά των ανέργων που περιμένει στην ουρά. Απέναντι στον κήρυκα του μίσους που απειλεί τους ανθρώπους που ξεσπιτώθηκαν και περπάτησαν μέχρι την άλλη άκρη της γης.
Κάπως έτσι, είναι εξαιρετικά πιθανό τα λόγια του Τσίμα και του κάθε Τσίμα να τα θυμόμαστε σε μικρό χρονικό διάστημα από τώρα, μαζί με αυτές τις στιγμές, και να γελάμε συμπληρώνοντας : «Δε νομίζω Παύλο».
(Ακόμη κι αν χρειαστεί να αναποδογυριστεί βίαια μία ολόκληρη κατάσταση που σε πολλά της σημεία μοιάζει να μας βρίσκει «με τα πόδια πάνω (στον αέρα) και το κεφάλι κάτω (στο πάτωμα)» , όπως θα σημείωναν τόσο οι Pixies, όσο και ο Κ. Μαρξ:
[Υστερόγραφο 1: ]
Όσον αφορά την αποχή αξίζει να σημειώσουμε και κάτι ακόμη:
Η αποχή που καταγράφηκε στις κάλπες της 20ης Σεπτέμβρη (44,1%) αποτελεί ιστορικό ρεκόρ σε βουλευτικές εκλογές. Τον Ιανουάριο του 2015 είχε φτάσει στο 36,4%, έναντι του 37,5% τον Ιούνιο του 2012, στις «δεύτερες» εκλογές που είχαν λάβει χαρακτήρα «επαναληπτικών», αμέσως μετά τις κάλπες του Μαΐου, όπου είχε καταγραφεί στο 34,9%. Στην προ μνημονίου εποχή, η αποχή ήταν κάτω του 30% και παλιότερα στις παχιές αγελάδες της μεταπολίτευσης δεν ξεπερνούσε το 25%. Συγκεκριμένα, το 2009 ήταν 29,1%, το 2007 25,9%, το 2004 23,5%, το 2000 25,13%. Βεβαίως, το ποσοστό της αποχής πάντοτε εμφανίζεται μεγαλύτερο στα επίσημα νούμερα από όσο είναι στην πραγματικότητα (υπολογίζεται περίπου στο 30% – 40% για παράδειγμα στο φετινό αποτέλεσμα), καθώς οι εκλογικοί κατάλογοι δεν έχουν εκκαθαριστεί. Αλλά η τάση αύξησης της αποχής είναι πραγματική, καθώς εκφράζεται στους ίδιους εκλογικούς καταλόγους…
[Υστερόγραφο 2 :]
Όσον αφορά το αποτέλεσμα της Χρυσής Αυγής, χρειάζεται πιθανόν ουσιαστικότερη και πιο λεπτομερή συζήτηση, όμως μπορούμε να σημειώσουμε ότι δεν κατάφερε κάποια εξαιρετική άνοδο για την οποία είχαν εκφραστεί με σιγουριά τα ίδια τα στελέχη της και με φόβο οι άνθρωποι των αντιφασιστικών κινημάτων. Παρόλο το γεγονός ότι σημείωσε μικρή πτώση σε απόλυτο αριθμό ψήφων και μικρή άνοδο σε ποσοστό (6,99% από 6,28%) μάλλον δείχνει να φτάνει «το ταβάνι» της σε μία περίοδο που ορθώς εκ πρώτης όψεως θα φάνταζε ιδανική για αυτή. Μία περίοδο που χαρακτηρίζεται από το φαινόμενο παγκόσμιας δυναμικής των εξαιρετικά μεγάλων προσφυγικών ροών (ας φανταστούμε τις ίδιες ροές στις πρώτες μέρες της θρασύτητας που σηματοδότησε η αρχική είσοδος της ΧΑ στη Βουλή και ας δούμε τα τωρινά αποτελέσματα σε Κω και Μυτιλήνη που δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτά του Αγ. Παντελεήμονα και άλλων περιοχών της Αθήνας όπου οι νεοναζί μπόρεσαν να παίξουν αποτελεσματικά τα αντιμεταναστευτικά χαρτιά τους). Αλλά και μιας περιόδου πολιτικοϊδεολογικής σύγχυσης για την αριστερά που «δίνει» στους χρυσαυγίτες το δικαίωμα να νομίζουν ότι μπορούν να διεκδικούν -πλαστά φυσικά- και σε επίπεδο ρητορικής την πρωτοκαθεδρία της αντιμνημονιακής κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης… Αναμφισβήτητα αυτό δε λέγεται χάριν εφησυχασμού. Έτσι κι αλλιώς το όποιο θετικό στοιχείο εμπεριέχει μια τέτοια εκτίμηση μη ανόδου της ΧΑ δεν μπορεί παρά να χρεώνεται σε ανθρώπους σαν τον Παύλο Φύσσα, σε ανθρώπους των αντιφασιστικών πρωτοβουλιών, συναυλιών, στεκιών από τον Άγιο Παντελεήμονα μέχρι το Κερατσίνι. Στο αντιφασιστικό κίνημα που οφείλει να συνεχίσει τη δράση του με αυξημένα αντανακλαστικά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου