Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ εκτινάχτηκε επάξια από το 4,6% στο 27%
και έγινε αξι-ωματική αντιπολίτευση, διότι υπήρξε ο μόνος συνεπής και σταθερός
αντιμνημονι-ακός πολιτικός φορέας απ΄ την πρώτη ημέρα της εφαρμογής του
νεοφιλελεύθερου «δόγματος του σοκ» και της ιμπεριαλιστικής ξένης κατοχής στη
χώρα.
Δεν έκοψε το νήμα της πρωτιάς και δεν πέτυχε
μεγαλύτερης τάξης ποσοστό ώστε να ανακόψει - κατά την κρίσιμη στιγμή των
εκλογών - την αντιδραστική πο-ρεία των πραγμάτων διότι δεν πείσθηκε ο λαός απ΄
το κυβερνητικό του πρόγραμ-μα λόγω της αδυναμίας αποσαφήνισης των
χαρακτηριστικών του, ιδίως στα μεί-ζονα θέματα της διαγραφής του «χρέους» και
της ανάκτησης της εθνικής κυριαρ-χίας καθώς και της αντιμετώπισης του
εγκλωβισμού της χώρας στη ζώνη της ΟΝΕ και του ΕΥΡΩ.
Σήμερα παραμένουν οι ίδιοι λόγοι για τους οποίους δεν
καταφέραμε ακόμη να δημιουργήσουμε το μεγάλο ισχυρό πολιτικό ρεύμα πλειοψηφίας
που επιτρέπει η συγκυρία της αποσύνθεσης των δύο κύριων αστικών κομμάτων και
απαιτεί η ανάγκη όρθωσης ενός «αντίπαλου δέους» απέναντι στην ιμπεριαλιστική
εισβολή και κατοχή και στο ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο το οποίο από μια 20-ετία
την προ-ετοίμαζε και συνεταιρίσθηκε μαζί της, και από το 2009 την προσκάλεσε
και την υπηρετεί.
Εισαγωγικά θέλουμε να σημειώσουμε πως πρέπει να
φαίνεται παντού στα κείμενα και στις θέσεις μας ότι το ταξικό και το
πατριωτικό-δημοκρατικό αίτημα, στις συνθήκες της ωμής ιμπεριαλιστικής επέμβασης
και της οικονομικής λεηλασί-ας τις οποίες βιώνουμε, δεν διαχωρίζονται αλλά
αντίθετα άλληλοεξαρτώνται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
Θεωρούμε ότι τα μέτρα της οικονομικής γενοκτονίας και
της κατεδάφισης της εγχώριας παραγωγής που αποτολμήθηκαν την τελευταία τριετία
στην χώρα θα είχαν στο μεγαλύτερο τους αποκρουσθεί εάν το ελληνική ολιγαρχία
και το πολιτι-κό κατεστημένο του τόπου δεν είχαν πίσω τους τον οδοστρωτήρα του
Γερμανικού και Β. Ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού και των προτύπων του Μάαστριχτ.
Επομένως στις θέσεις μας πρέπει να τίθεται η καίρια
αντίθεσή μας στην Οικονομική Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) και στην ακολουθούμενη από
την Ε. Έ-νωση διαδικασία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης και «ομοσπονδιοποίησης» που
προ-ϋποθέτει την κυριαρχία των «υπερεθνικών οργάνων» και την κατάργηση της
εθνι-κής κυριαρχίας - άρα και της δυνατότητας λαϊκής κυριαρχίας - που υπάρχει
στην σημερινή μορφή οργάνωσής της Ευρώπης η οποία βασίζεται σε κυρίαρχα «έθνη -
κράτη».
Πρέπει να τονισθεί ότι η διαδικασία Ευρωπαϊκής
ενοποίησης στις σημερι-νές συνθήκες της επικράτησης της πλασματικής οικονομίας επάνω
στην πραγματι-κή οικονομία και την παραγωγή, στις συνθήκες της δικτατορίας των
χρηματιστι-κών «αγορών» και του ξεσπάσματος της Μεγάλης Κρίσης του
καπιταλιστικού συ-στήματος δεν μπορεί παρά να γεννήσει τέρατα ανάλογα του Γ΄
Ράιχ, να προσφέρει το έδαφος για την επανεμφάνιση του φασισμού-ναζισμού. Αυτό
το πείραμα δοκι-μάζεται και θα κριθεί - για λογαριασμό όλων των λαών της Ν.
Ευρώπης - σήμερα στη χώρα μας.
Χρειάζεται εδώ να επισημανθεί ότι με το καθεστώς των
Ειδικών Οικονομι-κών Ζωνών και την εποπτεία των περιφερειών του Καλλικράτη από
ομόσπονδα κρατίδια της Β. Ευρώπης που προβλέπει το έγγραφο Σόιμπλε, η Ελλάδα μαζί με την Ν. Α. Ευρώπη
διαμερισματοποιούνται και διαχω-ρίζονται και από την υπόλοιπη Ν. Ευρώπη.
Οδηγούνται στον διαμελισμό και στην απευθείας υπαγωγή στη διοίκηση των
πολυεθνικών πολύ πριν γε-νικευθεί η σύγκρουση σε Ευρωπαϊκό επίπεδο πράγμα το
οποίο καθιστά επείγουσα την διατύπωση μιας πολιτικής πρότασης επανατοποθέτησης
της χώρας με νέες συμμαχίες στη διεθνή σκηνή.
Γενικότερα, πιστεύουμε πως πρέπει να διατυπωθεί ως
κομβικό σημείο στη διακήρυξή μας η θέση ότι η Παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί μια
πολιτικά ουδέτε-ρη διαδικασία διεθνοποίησης της οικονομίας και πολύ περισσότερο
δεν έχει καμία απολύτως σχέση και δεν προάγει την υπόθεση του Διεθνισμού και
της αλληλεγ-γύης των λαών.
Αντίθετα, εκπορεύεται από το νεοφιλελεύθερο δόγμα:
«Δεν υπάρχει κοινω-ία, μόνο άτομα» και έχει
επιλεγεί ως μοναδική εφικτή διέξοδος και λύση στη Μεγάλη Κρίση του
καπιταλιστικού συστήματος που απ΄ το 2008 έχει πάρει μη αντιστρεπτή πορεία, και
για τούτο τοποθετείται στον αντίποδα του Διεθνι-σμού. Στην ουσία, αντικαθιστά
το διεθνές δίκαιο και το εργατικό δίκαιο με το «δίκαιο του ισχυρού» και
αποτελεί την ιδεολογική βάση ενός σύγχρονου, συγ-καλυμμένου ολοκληρωτισμού και
φασισμού.
Ολοκληρωτισμού και φασισμού ο οποίος δεν παρουσιάζεται
στις μέρες μας με στραταρχικές ράβδους και εμβλήματα και μπορεί, σε αντίθεση με
το παρελθόν, να υιοθετεί την πολυπολιτισμικότητα, αλλά μαζί με τη διάρρηξη των
γεωπολιτι-κών και των οικονομικών συνόρων και την απόρριψη των εθνών-κρατών
απορ-ρίπτει την εργασία ως αξία και το κοινωνικό κράτος ως θεσμό. Μαζί με την
απόρ-ριψη της συλλογικότητας του έθνους απορρίπτει και κάθε συλλογικότητα «των
κάτω» και σαρώνει τη μια μετά την άλλη όλες τις θεμελιώδεις κατακτήσεις τους
(από τις συλλογικές συμβάσεις, έως τα προσωπικά δεδομένα και το τεκμήριο της
αθωότητας) που κερδήθηκαν στην διαδρομή ενός και πλέον αιώνα.
Ολοκληρωτισμού, ο οποίος, πρέπει να επισημανθεί στις
θέσεις μας ότι στην χώρα μας εκφράζεται πρωτίστως από την τρόικα «εξωτερικού»
και «εσωτερικού» και από το καθεστώς του νεοφιλελευθερισμού και της ξένης
κατοχής του οποίου η συμμορία της Χρυσής Αυγής δεν αποτελεί παρά την προέκταση
και τα «τάγματα εφόδου» που προορίζονται να αντιμετωπίσουν την παρέμβαση του
λαϊκού παρά-γοντα την καθοριστική στιγμή.
Ολοκληρωτισμού
ο οποίος λόγω της κατάλυσης νευραλγικών πολιτι-κών δικαιωμάτων όπως του
δικαιώματος του «συναθροίζεσθε» κ.ά. που συν-δέονται με την αναφαίρετη
συνταγματική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας αλλά-ζει τις συνθήκες προσθέτοντας νέες
παραμέτρους και απαιτήσεις στον πολιτι-κό μας αγώνα Απαιτεί για την επιτυχή
αντιμετώπισή του την δημοκρατική αυτοοργάνωση του λαού από το επίπεδο της
γειτονιάς και της συνοικίας μέχρι - με βάση το άρ. 120 του συντάγματος - το επίπεδο
μιας Συντακτικής Εθνοσυ-νέλευσης για μια άλλη πορεία του τόπου.
Με βάση τα προηγούμενα θα σταθούμε επιλεκτικά και με
ειδικότερο τρόπο μόνο στα εξής:
1) Αντίσταση
στην διάρρηξη των συνόρων, γεωπολιτικών ή οικονο-μικών και στην διάλυση των
εθνών - κρατών που προωθούν με την μορφή της ιμπεριαλιστικής Νέας Τάξης
πραγμάτων και της Παγκοσμιοποίησης με στρατιωτικές ή οικονομικές μεθόδους από
το 1990 και το τέλος του «ψυ-χρού πολέ-μου» οι μητροπόλεις της Δύσης και ο Ερωατλαντισμός.
Επανατοποθέτηση της Ελλάδας στην διεθνή σκηνή με την
αξιοποίηση των σπουδαίων γεωπολιτικών και άλλων συγκριτικών πλεονεκτημάτων που
μας προσφέρει η θέση της χώρας και η πορεία των διεθνών πραγμάτων προς έναν
πολύ-πολικό κόσμο. Πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και τέλος το «ανήκουμε στη
Δύση», δημιουργία συμμαχιών με χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα κ.ά. χώρες του λεγόμενου
BRIC στην βάση της ισοτιμίας, του αμοιβαίου οφέλους και
της προάσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας και της ειρήνης.
Επανάκτηση, μέσω αυτής της πολιτικής των συμμαχιών,
της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας με πολιτικές πρωτοβουλίες και βήματα
ανάλογα με αυτά που έκανε η Κυπριακή Δημοκρατία.
Ανάληψη πρωτοβουλιών με την αξιοποίηση και του
προηγούμενου πλαισίου συμμαχιών (και όχι με συμμαχίες παγίδες τύπου Ελλάδας -
Ισραήλ) για το μείζον θέμα της
αξιοποίησης του σημαντικού ορυκτού μας πλούτου με προ-τεραιότητα τις
διπλωματικές πρωτοβουλίες για την αξιοποίηση των μεγάλων δυνατοτήτων που
παρέχει στη χώρα μας η διεθνής νομοθεσία και πρακτική στο θέμα της Α.Ο.Ζ.
Διακοπή του λεγόμενου Ελληνοτουρκικού διαλόγου που ξεκίνησε από τις κυβερνήσεις
Σημίτη - Παπανδρέου με σκοπό την διχοτόμηση του Αιγαίου και την παράδοσή του
στους πολυεθνικούς οικονομικούς κολοσσούς των πετρελαιοειδών.
Απαιτείται για μια τέτοια νέα διεθνή θέση της Ελλάδας,
η αποδέσμευσή της από τη νέα δομή του ΝΑΤΟ που εγκυμονεί μόνιμους κινδύνους
εμπλοκής της σε πολεμικές αναφλέξεις στην περιοχή (Συρία, Ιράν κ.ά.) και προωθεί
συστηματικά την διχοτόμηση του Αιγαίου και της ζώνης Κύπρος-Αιγαίο-Θράκη
σύμφωνα με τις απαιτήσεις των ΗΠΑ-Ε. Ένωσης και τις συμφωνίες της Μαδρίτης και
του Ελσίνκι που υπέγραψαν για λογαριασμό της ελληνικής ολιγαρχίας το 1998 και
1999 οι Σημίτης - Παπανδρέου, όπως επίσης απαιτείται η διακοπή της συμμετοχής
της χώρας μας στις πολεμικές επεμβάσεις που διενεργούν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ στην
Κ. Ασία και αλλού.
Απαιτείται
πολιτική βούληση υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιό-τητας και της συνέχειας της
χώρας η οποία με τις προηγούμενες συμφωνίες και με την αποδοχή του σχεδίου Ανάν
στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας έχει παραδοθεί ως αντάλλαγμα για την
συμμετοχή της ελληνικής άρχουσας τάξης στο deal της
Παγκοσμιοποίησης.
2)
Χρειάζεται καλύτερη αποσαφήνιση και ξεκάθαρη θέση στο καθοριστικό ζήτημα της
ακύρωσης των μνημονίων, της διαγραφής του χρέους και της καταγγελίας των
δανειακών συμβάσεων η οποία κατά τη γνώμη μας δεν πρέπει να συνοδεύεται και να
συγχέεται με κανενός είδους προτάσεις
επαναδιαπραγμάτευσής τους οι οποίες άλλωστε δεν είναι ρεαλιστικές, δεν
πείθουν και επιπλέον δημιουργούν σύγχυση στον λαό.
Όσον αφορά
το Δημόσιο χρέος, η πρότασή μας πρέπει να είναι η στάση πλη-ρωμής και σ΄αυτό το
χρονικό διάστημα να αποφανθεί ανεξάρτητη διεθνής οικονομική ελεγκτική επιτροπή
για πόσο πραγματικά χρέος οφείλουμε, το οποίο - με γνώμονα τις ρυθμίσεις που
έγιναν σε άλλες χώρες που διέγραψαν το χρέος - θα ρυθμίσουμε.
Κυρίως όμως
δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για ακύρωση των μνημονί-ων, για καταγγελία
των δανειακών συμβάσεων και διαγραφή του χρέους και την ίδια ώρα να παραμένουμε
στην ΟΝΕ η οποία δεσμεύει την χώρα αφαι-ρώντας της κάθε δυνατότητα άσκησης
οικονομικής πολιτικής πέραν του σκληρού νεοφιλελευθερισμού και της παράδοσης
του πλούτου της.
Το ΔΗΚΚΙ από το 2008 με δημόσιες τοποθετήσεις του
θέτει το ζήτημα του ΕΥΡΩ το οποίο αποτελεί μια από τις κύριες αιτίες που
οδηγηθήκαμε εδώ. Ιδιαίτε-ρα σήμερα σε μια πρόταση αναστροφής της πορείας της
χώρας που καλούμαστε να διατυπώσουμε δεν μπορούμε να μην πάρουμε υπόψη μας την
μεγάλη ανάγκη ανάκτησης της δυνατότητας για νομισματική ρευστότητα χωρίς την
οποία τα περι-θώρια μιας προοδευτικής κυβέρνησης είναι δραματικά μειωμένα.
Επομένως θεωρούμε ότι υπάρχει ανάγκη θέσπισης εθνικού νομίσματος. Το
ελάχιστο όμως που θεωρούμε ότι πρέπει να συμπεριληφθεί στη διακήρυξη είναι η
κριτική στο ευρώ και στην Ευρωζώνη, κρατώντας την πρόταση θέσπισης εθνικού
νομίσματος ως PLAN B.
Θα
μπορούσαμε να γράψουμε στη διακήρυξή μας ότι το ευρω συνέβαλε στην αύξηση του
Δημόσιου χρέους μέσω των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, τα οποία αυξήθηκαν από τα
ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου, λόγω έλλειψης ανταγωνιστικότητας και λόγω
διάλυσης της πα-ραγωγικής βάσης της χώρας μας.
Επιδίωξή μας όσο παραμένουμε στο ευρω, πρέπει να είναι η διεκδίκηση να
επιστρέφονται τα πλεονάσματα που κερδίζει από το ευρω ο Ευρωπαϊκός Βορράς.
Χρειάζεται τέλος μεγαλύτερη αποσαφήνιση στο καίριο
θέμα της ανα-κατανομής του εθνικού εισοδήματος της χώρας σε όφελος των λαϊκών
στρω-μάτων η οποία δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί αν δεν μιλήσουμε ευθέως για φορολόγηση
του μεγάλου κεφαλαίου και πολύ συγκεκριμένα για εξωλογιστικό προσδιορισμό του
φόρου των μεγάλων επιχειρήσεων.
3)Μεταναστευτικό: Η χώρα μας είναι η πύλη εισόδου εκατομμυρίων οικονομι-κών μεταναστών.
Παραμένουν εδώ λόγω της συνθήκης Δουβλίνου ΙΙ, η οποία πρέπει να αλλάξει με
μονομερή καταγγελία από μέρους μας, αλλά και της Σέγκεν την εφαρμογή της οποίας
πρέπει επίσης στο συγκεκριμένο θέμα να αναστείλουμε. Η χώρα μας ως μικρή χώρα
και με την οικονομική επίθεση που αντιμετωπίζει, δεν έχει την δυνατότητα να
αντιμετωπίσει την φτώχεια και την πείνα των λαών, δισεκατομμυρίων πληθυσμών. Η
Αριστερά ποτέ δεν είχε ως πρότασή της την μετανάστευση. Το ίδιο πρέπει να
κάνουμε και εμείς σήμερα. Να ξεχωρίσουμε την μετανάστευση από τον μετανάστη.
Πρέπει να είμαστε ενάντια στην μετανάστευση και να το λέμε όσο πιο δυνατά
γίνεται. Να κάνουμε ότι είναι δυνατόν για να σταματήσει, αλλά τον μετανάστη να
τον αντιμετωπίσουμε ανθρώπινα και πολιτισμένα. Να τεθεί μια οροφή
μεταναστευτικού πληθυσμού. Να εξετάσουμε πως μπορεί ένα ποσοστό να παραμείνει
και να απορροφηθεί σε εργασίες που έχουμε ανάγκη, στους δε υπόλοιπους πρέπει να
τους εξηγήσουμε ότι πρέπει να επιστρέ-ψουν στην πατρίδα τους, εκτός των
πραγματικών πολιτικών προσφύγων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου