Μικρός απολογισμός
Με την πρόσφατη Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ
κλείνω μια θητεία 14 μηνών στην Γραμματεία και αισθάνομαι την ανάγκη να κάνω
ένα απολογισμό, τόσο προσωπικό όσο και της δράσης του οργάνου (και του Σύριζα
γενικότερα). Αν, έστω και την τελευταία στιγμή, η απερχόμενη Γραμματεία
αποφάσιζε να κάνει έναν απολογισμό πεπραγμένων προς την Κεντρική Επιτροπή
(μπορούμε να ονειρευόμαστε ακόμα), κάποιες από τις σκέψεις που ακολουθούν ίσως
να μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν.
Πρώτα απ’ όλα, από την
προηγούμενη Συνδιάσκεψη μέχρι την τελευταία, είναι σαν να πέρασε αιώνας. Το
πολιτικό τοπίο άλλαξε ριζικά, ο Σύριζα επίσης. Η λαϊκή δυσαρέσκεια έριξε δύο
κυβερνήσεις, αφού εξανάγκασε τον Γιωργάκη (τον θυμάται κανείς; Ήταν πέρσι ο
πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο πρωτομάστορας της εξαθλίωσης της χώρας) σε
ανασχηματισμό. Τα κόμματα εξουσίας από πάνω από 80% έπεσαν σε κάτω από 40% και
στις δημοσκοπήσεις η πτώση τους συνεχίζεται. Η ανθρωπιστική κρίση, η διάλυση
του κοινωνικού ιστού και η αναξιοπιστία του πολιτικού προσωπικού της άρχουσας
τάξης είναι χωρίς προηγούμενο.
Η αντιμνημονιακή
οργή, πολιτικά αδιαμόρφωτη στην αρχή διοχετεύτηκε προς δύο κατευθύνσεις
διαμετρικά αντίθετες: αφενός η ναζιστική Χρυσή Αυγή έγινε υπολογίσιμη πολιτική
δύναμη, αφετέρου ο Σύριζα έγινε αξιωματική αντιπολίτευση, με προοπτική να γίνει
κυβέρνηση πριν το τέλος της τετραετίας. Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση που, πριν
ένα χρόνο, κανείς δεν περίμενε.
Νέα κατάσταση,
νέα καθήκοντα. Από το 4% στο 27% είναι ποιοτικό άλμα, που απαιτεί και ποιοτική
αλλαγή σε πολιτική πρακτική και οργάνωση – όχι βέβαια αλλαγή πλεύσης προς το
ηπιότερο: αν απεμπολήσουμε τη στρατηγική της ανατρεπτικής αλλαγής η οποία μας έφερε
ως εδώ, χάνουμε κάθε λόγο ύπαρξης ως πολιτικός φορέας και παράλληλα η κοινωνία
χάνει κάθε δυνατότητα να βγει από την κρίση και να αποφύγει τον κίνδυνο ενός
αυταρχικού καθεστώτος ανισοτήτων.
Και εφόσον στόχος
είναι η αριστερή κυβέρνηση, το ποσοστό αυτό δεν αρκεί. Χρειάζεται να
απαντήσουμε με αξιοπιστία στα ερωτήματα που μπαίνουν, αναδιατυπώνοντάς τα αν
χρειαστεί, ώστε να μην μας καπελώνει η συλλογιστική του αντιπάλου. Να πείσουμε
και τους εαυτούς μας και τους άλλους (το 80% της κοινωνίας που, κατά τις
δημοσκοπήσεις, ζει χειρότερα από πριν και δε βλέπει φως), ότι σε όλα τα
προβλήματα που μπαίνουν στη διακυβέρνηση μιας χώρας έχουμε και προτάσεις,
και ανθρώπους να επεξεργάζονται τις τεχνικές πτυχές, και διάθεση να θέσουμε τις
προτάσεις μας στην κρίση των ενδιαφερομένων, και τη θέληση να τις παλέψουμε
απέναντι στον ταξικό αντίπαλο: προτάσεις που οικοδομούν μια στρατηγική ρήξης με
το παρελθόν που γέννησε το μνημονιακό παρόν.
Πρέπει επίσης να
δείξουμε στον κόσμο ότι είμαστε μαζί του στις δοκιμασίες και στους αγώνες, στην
πράξη και όχι στα λόγια. Να στηρίζουμε κάθε ενέργεια που μαζικοποιεί, να
αποφεύγουμε κάθε ενέργεια που διχάζει. Η κοινωνική γείωση χωρίς άμεση πολιτική
επιδίωξη (δεν ζητάς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων όταν μοιράζεις πατάτες)
είναι απαραίτητη. Η αλληλεγγύη είναι πρωταρχικό καθήκον: υπάρχουν σύντροφοι που
διαφωνούν σ’αυτό, αλλά δεν το θέτουν ανοιχτά, απλά στην πράξη δεν το εφαρμόζουν
και αποτρέπουν και άλλους να το κάνουν. Πιστεύω ότι η πολιτική συζήτηση πρέπει
να γίνει μέσα στην οργάνωση του Σύριζα.
Πρέπει ακόμα να
βάλουμε στόχο να οργανώσουμε καινούριο κόσμο και να αναδείξουμε νέα
στελέχη, ιδίως μέσα στη νεολαία. Και επειδή αριστερός κανένας δεν γεννιέται,
όλοι γίνονται, πρέπει με συνδυασμό δράσης και συζήτησης να διαποτίσουμε τις
οργανώσεις και τα μέλη μας με το αξιακό μας σύστημα, κάτι που δεν γίνεται από
μόνο του, αλλά θέλει δουλειά και προετοιμασία.
Φαντάζομαι πως
δεν θα υπάρχουν ριζικές διαφωνίες στα παραπάνω (τα οποία βέβαια δεν αποτελούν
ολοκληρωμένη παρουσίαση). Έχοντάς τα σα μπούσουλα, θέλω να δω που χωλαίνουμε
ώστε να μπορούμε να θεραπεύσουμε τις αδυναμίες μας.
Η επανεκκίνηση και η πορεία
προς τη Συνδιάσκεψη: Η επανεκκίνηση αποφασίστηκε στη Συνδιάσκεψη του Ιουνίου 2011,
χωρίς να υπάρξει καμία εξήγηση και ανάληψη ευθυνών, σε επίπεδο Σύριζα, για τα
αίτια της προηγούμενης στασιμότητας (υποθέτω πως οι διάφορες τάσεις ή
συνιστώσες είχαν κάνει τις εκτιμήσεις τους, αλλά δεν γνωρίζω αν κάποια σύνθεση
επιχειρήθηκε καν). Από τον Οκτώβρη που μπήκα στη Γραμματεία δεν έγινε καμία
ολοκληρωμένη συζήτηση πάνω στο δυναμικό της οργάνωσης και τα προβλήματα που
συναντούσε. Παρότι δεν έχω ολοκληρωμένη εικόνα, έχω την εντύπωση πως πριν από
την προεκλογική περίοδο ελάχιστες οργανώσεις βάσης συστήθηκαν και η δράση τους
ήταν πολύ μειωμένη. Αλλά και μετά την διπλή εκλογική μάχη, σε πολλά μέρη
(στην Αττική τουλάχιστον) υπήρξε οργανωτική δυστοκία και κάποια μεσαία στελέχη
κρατούσαν καθυστέρηση.
Το θέμα δεν
έχει απασχολήσει συνολικά τη Γραμματεία. Αντίθετα, στη Γραμματεία έχουν έρθει
διάφορες καταγγελίες από μέλη οργανώσεων βάσης ότι κάποιοι που δεν ασχολούνται
με το Σύριζα δραστηριοποιούνται μόνο προεκλογικά και μάλιστα αποκλείοντας
αυτούς που ασχολούνται.
Σε αρκετές
περιπτώσεις, η αδράνεια αυτή πήρε τη μορφή «να μη βάζουμε όποιον κι όποιον στην
οργάνωση», ενώ αλλού οι προσωπικές αντιπαραθέσεις παρέλυαν την οργάνωση. Καθώς
η επίσημη γραμμή της ηγεσίας τόσο του Σύριζα όσο και της μεγαλύτερης συνιστώσας
ήταν υπέρ του ανοίγματος του Σύριζα (χωρίς καμία εκφρασμένη διαφωνία σε ότι
αφορά τις οργανώσεις βάσης), υπάρχει πρόβλημα το οποίο χρειάζεται ιδιαίτερη
προσοχή. Γιατί οργανώσεις που συστήθηκαν με κύριο (αν όχι μοναδικό) στόχο την
εκλογή αντιπροσώπων, πιθανότατα θα υπάρχουν μόνο στα χαρτιά.
Νομίζω πως για να
καταπολεμηθούν τέτοια φαινόμενα, πρέπει να υπάρχει και η αντίστοιχη πολιτική
βούληση από τις μεγάλες συνιστώσες ή τάσεις και να συνοδευτεί από κατάλληλα
κλασικά οργανωτικά μέτρα. Κάθε οργάνωση βάσης να έχει συγκεκριμένο πρόγραμμα
δράσης, να αξιοποιεί τα μέλη της στην εφαρμογή του και να αναφέρεται στο
ανώτερο όργανο (νομαρχιακή) το οποίο να έχει την εποπτεία και τον έλεγχο: θα
είναι μεγάλο σφάλμα οι τοπικές επιτροπές να εξελιχθούν σε λέσχες συζητήσεων που
θα μαζεύονται κάθε μήνα – όπως επίσης να έχουμε μεγάλες οργανώσεις, από 50
άτομα και πάνω, όπου τα περισσότερα μέλη θα είναι παθητικοί αποδέκτες οδηγιών.
Προφανώς κάποια ενδιάμεσα όργανα πρέπει να συγκροτηθούν και στην Αττική: είναι
αδύνατο όλες οι οργανώσεις της να εποπτεύονται μόνο από τη Γραμματεία της ΚΕ
χωρίς ενδιάμεσο.
Η λειτουργία των οργάνων
του Σύριζα: Σε όλο αυτό το διάστημα
τα όργανα του Σύριζα ήταν η Γραμματεία και η Πανελλαδική Συντονιστική Επιτροπή.
Η ΠΣΕ ήταν για αρκετούς μήνες ένα απλό άθροισμα ανθρώπων χωρίς οργανωτική
σύνδεση και επικοινωνία. Μετά από αρκετούς δισταγμούς καθιερώθηκε μια ηλεκτρονική
λίστα επικοινωνίας μεταξύ των μελών της. Η λίστα αυτή χρησιμοποιήθηκε από
Τμήματα και Θεματικές, καθώς και από μεμονωμένα μέλη, για ενημέρωση και
διατύπωση απόψεων. Δεν λειτούργησε ως συνδετικός κρίκος μεταξύ Γραμματείας και
ΠΣΕ, παρά μόνο σποραδικά, με αποτέλεσμα οι πολιτικές αποφάσεις της Γραμματείας
να διακινούνται μόνο μέσω των μηχανισμών των διαφόρων συνιστωσών ή τάσεων,
προφανώς επιλεκτικά κατά την εκτίμηση της καθεμιάς.
Το γεγονός ότι ο
Σύριζα δεν ανέπτυξε δικό του μηχανισμό, σε συνδυασμό με το φόβο του ανοίγματος
που διατυπώθηκε παραπάνω, συνέτεινε στην αδρανοποίηση των οργανώσεων βάσης και
των ανένταχτων μελών, με αποτέλεσμα ο Σύριζα να λειτουργήσει κυρίως ως
εκλογικός μηχανισμός χωρίς ουσιαστική γείωση στην κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά είχαμε
μια εντυπωσιακή εκλογική επιτυχία, η οποία οφείλεται βασικά στον πολιτικό μας
λόγο. Όμως, χωρίς τη φθορά του δικομματισμού εξ αιτίας της κρίσης και της
λαϊκής αντίδρασης, ο λόγος αυτός θα εξακολουθούσε να μην πείθει όπως
προηγουμένως. Τώρα που δόθηκε η αρχική ώθηση, έχει σημασία οι ψηφοφόροι να μην
είναι πρόσκαιροι οπαδοί αλλά ένα σημαντικό τους μέρος να προσχωρήσει στις
γραμμές του Σύριζα.
Η έλλειψη
ενδιάμεσων υπευθύνων οργάνων οδήγησε επίσης στον πολλαπλασιασμό αποφάσεων που
παίρνονταν στους διαδρόμους και στις προσωπικές πολιτικές διαφόρων
μεγαλοστελεχών. Παρουσιάστηκαν πολλά φαινόμενα εσωτερικών συγκρούσεων, σε
διάφορα επίπεδα, που τα πήρε το ποτάμι του εκλογικού άλματος, αλλά τα ίχνη τους
παρέμειναν και αναζωπυρώθηκαν στη συνέχεια, καθώς ο παραγοντισμός δεν
εξαφανίστηκε δια μαγείας. Για την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων διατυπώθηκαν
στις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης κάποιες οργανωτικές αρχές όπως η λογοδοσία των
οργάνων ή η επιτροπή δεοντολογίας, οι οποίες καλό είναι να μη μείνουν νεκρό
γράμμα.
Η διοργάνωση και η
διεξαγωγή της Συνδιάσκεψης: Μια συνάντηση 3000 ατόμων
έχει αναγκαστικά έναν πανηγυρικό χαρακτήρα. Πρέπει επομένως να προετοιμάζεται
πολύ καλά εάν δεν θέλει κανείς να έχει ένα σώμα απλά επικυρωτικό αποφάσεων που
έχουν ήδη ληφθεί. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται κάποιες επιμέρους συνδιασκέψεις και
κυκλοφορία των πολιτικών απόψεων που αντιπαρατίθενται.
Ο προκαταρκτικός
(συγγνώμη, αλλά η λέξη προσυνδιασκεψιακός δεν μου κάθεται) διάλογος δεν ήταν
αρκετά ικανοποιητικός. Δεν υπήρξε ώσμωση ανάμεσα στις οργανώσεις βάσης με
δημόσιο διάλογο, δεν εντοπίστηκαν με σαφήνεια πολιτικές διαφωνίες πριν από την
έναρξη, και σε κάποιες οργανώσεις δεν έγινε καν συζήτηση επί των θέσεων.
Μονοψήφιος ήταν ο αριθμός των οργανώσεων βάσης που έστειλαν γραπτά κείμενα επί
των εισηγήσεων προς το κέντρο, κείμενα τα οποία δεν κυκλοφόρησαν μέσα στο
πλήθος των αντιπροσώπων – αντίθετα οι προσωπικές τοποθετήσεις στελεχών μέσα από
τα έντυπα ήταν πολυπληθείς. Ειδικότερα, οι τροπολογίες του Αριστερού
Ρεύματος δεν συζητήθηκαν παντού, και οπωσδήποτε όχι ως ειδοποιός διαφορά για τη
συγκρότηση ξεχωριστού ψηφοδελτίου (παρότι η δυνατότητα να γίνει αυτό υπήρχε).
Η Συνδιάσκεψη
όντως ξεκίνησε σε ένα γενικό κλίμα ευφορίας, παρότι υπήρξαν κάποια παρατράγουδα
(όπως η ένσταση για σύνεδρο που μπήκε από το παράθυρο ενώ είχε αποκλειστεί από
την τοπική επιτροπή λόγω προγενέστερου πολιτικού βίου). Όμως ταυτόχρονα άρχισε
μια παράλληλη συνδιάσκεψη, τόσο μέσα στη Γραμματεία, όσο και στο εσωτερικό των
διαφόρων ρευμάτων, που αφορούσε τους συσχετισμούς στη μελλοντική Κεντρική
Επιτροπή. Στην αρχή οι διενέξεις στη Γραμματεία αφορούσαν κυρίως την κατανομή
των θέσεων μεταξύ των αριστίνδην μελών, κάτι που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί
αν η πρόταση που κατατέθηκε στη Γραμματεία είχε προηγουμένως συζητηθεί
διεξοδικά μεταξύ των συνιστωσών. Όμως αυτό πέρασε σε δεύτερη μέρα όταν τη
δεύτερη μέρα της Συνδιάσκεψης το Αριστερό Ρεύμα αποφάσισε να καταθέσει
ξεχωριστό ψηφοδέλτιο, αιφνιδιάζοντας εμφανώς τα υπόλοιπα μέλη του Συνασπισμού.
Από τις άλλες
τάσεις του Συνασπισμού (και όχι μόνο) η αντίδραση ήταν δείγμα πολιτικής
ανωριμότητας. Επιχειρήθηκε να δραματοποιηθεί και να στιγματιστεί η ενέργεια
αυτή σα διασπαστική. Κατατέθηκαν προτάσεις όπως η κατάργηση των αριστίνδην, η
απαγόρευση της ξεχωριστής λίστας (η οποία επιτρεπόταν ρητά από το οργανωτικό
σχέδιο), η άρνηση της ώσμωσης μεταξύ των ψηφοδελτίων. Το κλίμα αυτό μεταφέρθηκε
και στην αίθουσα της συνεδρίασης, καθώς όλοι είχαν πάρει χαμπάρι ότι η
Συνδιάσκεψη παιζόταν αλλού. Σε κάποια φάση ο Αλέξης Τσίπρας διέκοψε τη
διαδικασία και έβγαλε έναν πολιτικό λόγο, υποθέτω για να κερδίσει χρόνο και να
ηρεμήσουν τα πνεύματα. Στο κλείσιμο όμως έκανε την προσωπική επιλογή να ζητήσει
την ψήφο του σώματος και να μην μπει στη λίστα των 75 αριστίνδην μελών.
Κατά τη γνώμη μου
η ενέργεια αυτή ήταν πολιτικά λάθος. Πρώτον διότι εμφάνισε τον ίδιο σαν
επικεφαλής μιας εσωκομματικής παράταξης και όχι ολόκληρου του Σύριζα (κάτι που
έγινε αντιληπτό και επιδιώχθηκε να διορθωθεί επιτρέποντας την ώσμωση μεταξύ
ψηφοδελτίων, άρα την εκτύπωσή τους σε ένα φύλλο χαρτί). Δεύτερον διότι ο
Πρόεδρος της ΚΟ, που σηκώνει όλο το βάρος της εκπροσώπησης του Σύριζα και που
μιλάει στη Συνδιάσκεψη επί δύο ώρες, δεν είναι σε ίση μοίρα με τον τυχαίο
σύνεδρο που έχει τέσσερα λεπτά στη διάθεσή του εφόσον κληρωθεί: πρόκειται για
ένα δείγμα καισαρισμού, κάτι το οποίο μέχρι στιγμής ο Αλέξης έχει επιμελώς
αποφύγει, χρησιμοποιώντας στον πολιτικό του λόγο το «εμείς» και όχι το «εγώ».
Τρίτον, και αυτό αφορά βέβαια τα εσωτερικά του Συνασπισμού, αλλά όχι μόνο,
μπαίνει το θέμα ανατροπής ειλημμένης συλλογικής απόφασης (η συνιστώσα
«Συνασπισμός» είχε αποφασίσει να μετέχουν στους αριστίνδην όλα τα μέλη της
Πολιτικής Γραμματείας): Δικαιούται ο πρόεδρος να ανατρέπει αποφάσεις ή να
παίρνει απροσδόκητες πρωτοβουλίες υπό έκτακτες συνθήκες; Ποιες συνθήκες είναι
έκτακτες; Υποβάλλει την ανατροπή αυτή σε εκ των υστέρων έγκριση; Μέχρι στιγμής
ο Αλέξης δεν έχει διστάσει να κάνει αυτοκριτική για κάποιες ενέργειές του που
θεωρήθηκαν λανθασμένες. Ας ελπίσουμε ότι θα συνεχίσει.
Το τέλος της
Συνδιάσκεψης χαρακτηρίστηκε από την αποχώρηση αρκετών συνέδρων από την επαρχία
(γύρω στους 200), και από τη σκληρή οργανωμένη σταυροδοσία, με αποτέλεσμα η
Κεντρική Επιτροπή να μην αποτυπώνει τη σύνθεση του σώματος αλλά να εμφανίζει
ενισχυμένα τα οργανωμένα ρεύματα. Δεν έχω στοιχεία, αλλά θεωρώ πως αν ισχύει
ότι το 20 με 30% των συνέδρων ήσαν ανένταχτοι, σίγουρα αυτό δεν αποτυπώνεται
στο όργανο που εκλέχτηκε (καλό θα ήταν ο Σύριζα να αποκτήσει μια στατιστική
υπηρεσία που να εξετάζει παρόμοια θέματα, και, εννοείται, όχι μόνο θέματα
εσωτερικών συσχετισμών). Και αυτό κάνει όσα λέγονται περί ανάδειξης νέων
στελεχών να ηχούν σαν ευσεβείς πόθοι.
Παρενθετικά, ένα
τεχνικό θέμα: Η διατήρηση του 30% όταν υπάρχουν διαφορετικές λίστες οδηγεί το
σύστημα σε πλειοψηφικότερη αποτύπωση εντός της λίστας, και μάλιστα αν μια λίστα
έχει κάτω από 30% το μετατρέπει σε αμιγές πλειοψηφικό. Για παράδειγμα, η
«Αριστερή Πλατφόρμα» συγκέντρωσε 25%, δηλαδή 56 θέσεις στην ΚΕ: Αν το Αριστερό Ρεύμα
ψήφιζε μονοκούκι 68 έβγαζε 56 έδρες και 12 αναπληρωματικούς. Για το «Ενιαίο
Ψηφοδέλτιο», όπου συνωστίζονταν οργανωμένες τάσεις και συνιστώσες διαφόρων
μεγεθών και πλήθος ανοργάνωτων ή μικρών ομάδων, η σκληρή σταυροδοσία έκανε τη
δουλειά της με χρήση διασποράς ψήφων. Τέλος το 7% των συνέδρων δεν επέλεξε
λίστα: οι ψήφοι τους απορροφήθηκαν από τους ισχυρότερους μηχανισμούς, ασχέτως
ποιους οι ίδιοι σταύρωσαν. Είναι σαφές ότι αν θέλουμε αναλογική αποτύπωση και
ανάδειξη νέων στελεχών, θα πρέπει να αλλάξουμε το σύστημα, μειώνοντας τη
σταυροδοσία σε αντιστοιχία με το πλήθος των ψηφοδελτίων, και επιτρέποντας μία
λίστα των «υπολοίπων», όπου θα είναι υποψήφιοι όσοι δεν καλύπτονται από
οργανωμένες πλατφόρμες (στην ενιαία Γιουγκοσλαβία υπήρχαν άτομα που δε δήλωναν επιμέρους
εθνότητα, παρά μόνο «Γιουγκοσλάβοι», και με τη διάλυση της χώρας τούς έφαγε το
μαύρο σκοτάδι).
Τέλος,
αναδεικνύεται ανάγλυφα ότι δεν υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ συντρόφων που ανήκουν
στο ίδιο κόμμα επί 20 χρόνια. Ο Συνασπισμός δεν είναι μία συνιστώσα του Σύριζα,
αλλά τουλάχιστον τρεις. Η διαφορά με τις υπόλοιπες συνιστώσες, πέρα από το
μέγεθος, είναι ότι εμφανίζεται μια επίπλαστη ενότητα προς τον υπόλοιπο Σύριζα –
εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις όπως η παρούσα. Μεγάλη ποσότητα ενέργειας αφιερώνεται
στις μεταξύ τους τριβές, και αυτό όταν κρύβεται (όσο κρύβεται) απλώς φρενάρει
το Σύριζα. Όταν ξεσπάει δημιουργεί μεγάλα κύματα, όπως τώρα. Επιπλέον, κανείς
δε γνωρίζει ρητά τι ακριβώς αφορούν αυτές οι ενδοκομματικές διαμάχες (οι
διαρροές μάλλον συσκοτίζουν παρά ξεκαθαρίζουν το αντικείμενο των
αντιπαραθέσεων): πρόκειται για διαφορές απόψεων, προσώπων, επιρροής, καρεκλών;
Ουδείς γνωρίζει. Πάντως, είναι σαφές ότι ο Συνασπισμός δεν είναι ενιαίο
πολιτικό υποκείμενο. Και σε όσους λένε ότι δεν επιτρέπεται να ασχολούμαι με τα
εσωτερικά μιας συνιστώσας, απαντώ ότι τα εσωτερικά τους ασχολούνται με μένα ως
μέλος του Σύριζα και ως εκ τούτου μου δίνουν κάθε δικαίωμα.
Νομίζω ότι η
ιδιόμορφη παρουσία του Συνασπισμού στο Σύριζα θα πρέπει να επανεξεταστεί. Ανεξάρτητα
από διπλές και τριπλές εντάξεις, διαδικασίες αυτοδιάλυσης συνιστωσών και τα
τοιαύτα, πιστεύω ότι οι τάσεις του Συνασπισμού θα πρέπει να εκπροσωπούνται όπως
και οι υπόλοιπες συνιστώσες με την πολιτική της άποψη η καθεμιά, και όχι με το
φερετζέ της τριπλής εκπροσώπησης όπως γινόταν μέχρι τώρα. Και οι σύντροφοι του
Συνασπισμού που δεν ανήκουν σε τάσεις ας αναλογιστούν σε τι διαφέρουν από τους
υπόλοιπους ανένταχτους του Σύριζα.
Είναι νομίζω
καιρός να θυμηθούμε ότι πλουραλισμός στην Αριστερά σημαίνει αντιπαράθεση και
σύνθεση πολιτικών απόψεων και όχι προσώπων ή μηχανισμών. Αν δεν αλλάξουμε οι
ίδιοι δεν θα αλλάξουμε και την κοινωνία, δεν θα ανταποκριθούμε με επιτυχία σ’
αυτά που επιτάσσει η ιστορική στιγμή. Η πίστη στον κοινό αγώνα είναι πάνω από
τους μικροϋπολογισμούς, η αξιοποίηση όλων των ενεργειών είναι αυτή που θα φέρει
την πολιτική ανατροπή.
Του Βένιου Αγγελόπουλου
Αθήνα, 10/12/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου