1. Με
πρόσχημα την άσκηση κριτικής στη Δικαιοσύνη, ο Πρωθυπουργός και Υπουργοί
παρεμβαίνουν στο έργο των Δικαστικών Λειτουργών, τους υποδεικνύουν τι να
αποφασίσουν, τους προσβάλλουν, αποπειρώνται να στρέψουν την κοινή γνώμη
εναντίον τους.
Βαφτίζουν “κριτική” τις ευθείες ή έμμεσες
υποδείξεις προς τους δικαστικούς, τις ύβρεις, τις προσβλητικές αναφορές, τις ειρωνίες, τα υπονοούμενα, την απόδοση προθέσεων, τον προσβλητικό διαχωρισμό
των δικαστών σε “άξιους” και “μη άξιους”, τις
λογικές και νομικές ανοησίες.
Κριτική όμως μιας δικαστικής απόφασης
νοείται, και είναι επιτρεπτή, μόνο όταν ο κρίνων την απόφαση
γνωρίζει το σκεπτικό της και προβάλει επιχειρήματα κατά των επιχειρημάτων της
απόφασης.
2. Δημόσιες
δηλώσεις παρέμβασης στο έργο των Δικαστικών Λειτουργών (Περιοριζόμαστε μόνο σε
δηλώσεις του Πρωθυπουργού και των Υπουργών Δικαιοσύνης):
- Ωμή ομολογία παρέμβασης στο έργο της Δικαιοσύνης αποτελεί το
προσφάτως λεχθέν από τον κ. Τσίπρα: “Ξεπερνάμε πολλές φορές ακόμα και
θεσμικά εμπόδια αυτών που έχουν ιδιαίτερη στοιχείωση” (σ.σ.: των
δικαστικών) (30.6.17).
- Ευθεία υπόδειξη προς τους δικαστές του Σ.τ.Ε για το τι θα έπρεπε να
αποφασίσουν στο ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών ήταν το λεχθέν από τον κ.
Τσίπρα: “Η δικαιοσύνη θα βγάλει την απόφασή της αλλά δεν δίνω ούτε μια
πιθανότητα το Σ.τ.Ε. να ακυρώσει τον διαγωνισμό” (Συνέντευξη στη ΔΕΘ,
Σεπτέμβριος ’16).
- Έμμεση υπόδειξη προς τους δικαστές
του Πενταμελούς Εφετείου Αναστολών για το τι θα πρέπει να αποφασίσουν είναι το λεχθέν του Υπουργού Δικαιοσύνης: “Αποτέλεσε για εμάς μια δυσάρεστη έκπληξη
(…) Οι δικαστές είναι άνθρωποι. Και οι
άνθρωποι κάνουν λάθη. Προβλέπεται υποβολή νέας αίτησης και εξέτασή της από το
ίδιο δικαστήριο, πιθανώς με νέα σύνθεση” (Στ. Κοντονής, 17.7.17).
3. Προσβλητικές
δηλώσεις εναντίον της Δικαιοσύνης και των Δικαστών.
- Προσβάλλει ευθέως τη Δικαιοσύνη ο κ. Τσίπρας, όταν λέει: “Υπάρχει
μία αντιμετώπιση από την πλευρά της τακτικής δικαιοσύνης που δεν βοηθάει και
προστατεύει πολλές φορές τους κακοπληρωτές εργοδότες” (17.7.17).
- Προσβάλλει ευθέως τους Εισαγγελείς και Δικαστές ο κ. Παπαγγελόπουλος,
όταν λέει: “Στα εξοπλιστικά υπήρξε περίοδος που έπεφταν οι μίζες βροχή.
Καταιγίδα και μάλιστα τροπική αλλά οι εισαγγελείς και οι δικαστές έκαναν ότι
δεν καταλαβαίνουν. Εγώ θα μεροληπτήσω υπέρ τους. Δεν θα σκεφτώ είχαν πολιτικές
ή επιχειρηματικές εξαρτήσεις ή άλλα συμφέροντα, θα σκεφτώ, είτε ότι
ήταν ανεπαρκείς, είτε ότι υπέκυψαν σε πιέσεις ανωτέρων τους που ήταν
συχνό” (5.7.17).
Αν τα ως άνω καταγγελλόμενα από τον
Πρωθυπουργό και τον Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης ως διαπραχθέντα από
δικαστικούς (“προστασία κακοπληρωτών εργοδοτών”, και “ανοχή στις μίζες για τα
εξοπλιστικά”) είναι βάσιμα, υποχρεούνται οι
καταγγέλλοντες να κινήσουν τις διαδικασίες του Νόμου κατά των δικαστικών
εκείνων που έχουν διαπράξει αυτά τα τόσο σοβαρά αδικήματα. Όχι να προσβάλουν
βάναυσα το σύνολο του δικαστικού σώματος.
4. Απόπειρες να
στραφεί η κοινή γνώμη εναντίον των Δικαστικών Λειτουργών συνιστούν τα διαρκώς
επαναλαμβανόμενα ότι (α) οι δικαστικοί λειτουργοί αγνοούν “το περί δικαίου
αίσθημα” και (β) οι δικαστικοί λειτουργοί ευθύνονται για τις σοβαρές
καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης.
(α) “Oι εισαγγελείς και οι δικαστές οφείλουν να
μην αγνοούν το κοινό περί δικαίου αίσθημα, να αφουγκράζονται λίγο και την
αγωνία του λαού”, αποφαίνεται ο
Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Δ. Παπαγγελόπουλος (15.7.17).
Ενώ ο Υπουργός κ. Ν. Παππάς θέλει
οι δικαστές, όταν δικάζουν, “να λαμβάνουν υπόψη το δημόσιο
συμφέρον” (2.7.17).
Και ο Υπουργός κ. Γ.
Σταθάκης διαπιστώνει πως “κάποιες αποφάσεις της
Δικαιοσύνης προκαλούν το κοινό αίσθημα…” (20.7.17).
Ποιος όμως ορίζει “το
κοινό περί δικαίου αίσθημα” και “το δημόσιο συμφέρον” και
ποιος εκφράζει “την αγωνία του λαού”;
Όλα αυτά –“κοινό
περί δικαίου αίσθημα”, “δημόσιο συμφέρον”, “αγωνία του λαού”– ερμηνεύονται
διαφορετικά, κατά το δικό τους συμφέρον, από τις διάφορες κοινωνικές τάξεις.
Το “περί δικαίου
αίσθημα” και το “δημόσιο συμφέρον” ποιας τάξης θα πρέπει να λάβει υπόψη του ο
δικαστής, προκειμένου να αποφασίσει; (Εκτός κι αν για τη σημερινή
“Αριστερά” οι κοινωνικές τάξεις άλλοτε υπάρχουν και άλλοτε εξαφανίζονται).
Η απλή
λογική μας λέει πως Δικαιοσύνη είναι αδύνατο να απονεμηθεί, αν οι
δικαστές θελήσουν να συμμορφωθούν με τέτοιες υποδείξεις.
Γι αυτό, το Σύνταγμα της
Χώρας επιβάλλει στους δικαστές να στηρίζουν τις αποφάσεις τους “ΜΟΝΟ στο
Σύνταγμα και τους νόμους” (άρθρο 87) και όχι σε όλα αυτά
τα νομικώς και κοινωνικώς αόριστα και υποκειμενικά.
Αν αντικειμενικά
υπάρχει ένα “κοινό περί δικαίου αίσθημα” και ένα “δημόσιο
συμφέρον” και αν κάποιοι “οφείλουν να τα λαβαίνουν
υπόψη τους”, αυτοί δεν είναι οι δικαστές αλλά οι πολιτικοί
που νομοθετούν.
Αν έτσι πράττουν οι
πολιτικοί, τότε και οι δικαστές,
εφαρμόζοντας το Σύνταγμα και τους νόμους που θα έχουν έτσι ψηφιστεί,
θα λαβαίνουν και αυτοί αναγκαστικά υπόψη τους όλα τα πιο πάνω.
(β) Οι
μεγάλες καθυστερήσεις και το υψηλό κόστος της απονομής δικαιοσύνης οφείλονται
όχι στους δικαστές αλλά στην πολυνομία, το απαρχαιωμένο νομοθετικό πλαίσιο και
την απουσία σύγχρονης υλικοτεχνικής υποδομής, όλα αρμοδιότητας και
ευθύνης όχι των δικαστικών αλλά των πολιτικών.
- Περιβόητη διεθνώς η πολυνομία στην
Ελλάδα, όπου οι νομοθετικές ρυθμίσεις για κάθε θέμα είναι διάσπαρτες, σε
εκατοντάδες άλλους, άσχετους με το συγκεκριμένο θέμα, νόμους και διατάγματα,
ψηφιζόμενες κατά το πλείστον ως τροπολογίες.
Γνωστή,
ακόμα, η “παράδοση” κανείς νόμος να μην εφαρμόζεται, πριν εκδοθούν οι περίφημες
υπουργικές αποφάσεις, που πολλές φορές, εκτός από καθυστερήσεις,
προκαλούν μπερδέματα στην ερμηνεία, ακόμα και τροποποιήσεις των
νόμων.
- Για τις απαρχαιωμένες
νομοθετικές ρυθμίσεις στην εκδίκαση υποθέσεων αστικού και
διοικητικού δικαίου, δύο μόνο παραδείγματα:
Ο
Νόμος επέβαλε η εκδίκασή τους να γίνεται “στο ακροατήριο” παρότι,
στις υποθέσεις αυτές, η δικαστική απόφαση στηρίζεται κυριότατα σε έγγραφα (με
ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία ενός μόνο μάρτυρα για κάθε δάδικο). Η
νομοθετική αυτή ρύθμιση συνεπαγόταν σοβαρές καθυστερήσεις και αύξηση του
κόστους στην απονομή δικαιοσύνης (εξ’ αιτίας απεργιών, στάσεων εργασίας,
εκλογών κ.λ.π.).
Ο
Νόμος επέβαλε να είναι υποχεωτική η συμμετοχή δικηγόρου του κατά
τόπο αρμοδίου δικαστηρίου. Έτσι, για παράδειγμα, ο κάτοικος Αθηνών ήταν
υποχρεωμένος να αναθέσει υποχρεωτικά μια δικαστική του υπόθεση αρμοδιότητος
Πρωτοδικείου Κομοτηνής όχι μόνο σε ένα γνωστό του δικηγόρο Αθηνών αλλά και σε
ένα δικηγόρο Κομοτηνής, να πληρώσει δηλαδή δύο δικηγόρους!
Ευτυχώς για τους πολίτες, και δυστυχώς για τους πολιτικούς μας,
την κατάργηση των νομοθετημένων αυτών ρυθμίσεων την επέβαλαν τα Μνημόνια των
Δανειστών μας.
- Η απουσία
σύγχρονης υλικοτεχνικής υποδομής, είναι γνωστή σε όλους.
Έλλειψη κατάλληλων
δικαστικών χώρων και γραφείων των δικαστικών, ελλείψεις στη μηχανοργάνωση,
χειρόγραφη τήρηση των πρακτικών, απουσία εμπειρογνωμόνων κ.λ.π. κ.λ.π.
5. Επιθέσεις πολιτικών κατά
δικαστικών και της Δικαιοσύνης είχαμε και στο παρελθόν στη χώρα μας (Οι ΑΝΤΙΛΟΓΟΙ τις έχουν
κρίνει αυστηρά, με άρθρα στην Ενότητα ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ που ο αναγνώστης μπορεί και
σήμερα να δει).
Πρώτη φορά όμως βλέπουμε μια, αδιανόητη
για δημοκρατική χώρα, οργανωμένη, συστηματική, με σχέδιο και συγκεκριμένους
πολιτικούς στόχους, επίθεση κατά δικαστικών και κατά της
Δικαιοσύνης, ως θεσμού, από πολιτικούς ενός κυβερνώντος κόμματος, με πρωτοστατούντες
τον Πρωθυπουργό και Υπουργούς.
Σε οποιαδήποτε σύγχρονη Δημοκρατία,
Υπουργός που θα τολμούσε να στραφεί κατά Δικαστικού Λειτουργού
ή κατά της Δικαιοσύνης της χώρας του, όπως πράττουν οι δικοί μας, θα
εξαναγκαζόταν, κάτω από τη γενική αποδοκιμασία του πολιτικού, νομικού, πνευματικού κόσμου
αλλά και απλών πολιτών, να τερματίσει την πολιτική του σταδιορομία μέσα σε
λίγες μέρες.
Από τους ΑΝΤΙΛΟΓΟΥΣ (www.antilogoi.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου